19 Νοε 2008

Η αλήθεια του Κολασμού και το Ψέμα του Σωφρονισμού

Πρωί της Δευτέρας.Ο ουρανός την ώρα που πάει να σου χαμογελάσει το μετανιώνει και γκρινιάζει. Λίγες ψιχάλες έχουν βρέξει την γη και το χώμα ελευθερώνει τις μυρωδιές του. Αυτή η αίσθηση ότι είσαι γη σε προσγειώνει. Ταπεινώνει την φιλαυτία. Σε επαναφέρει στα όρια του μύθου σου. Για φαντάσου όμως να μην είχαμε και την ελπίδα ότι μέσα μας φέρουμε κι ένα κομμάτι ουρανό. Λίγο φώς που μπορεί να γίνει και πολύ περισσότερο. Με πια παρηγοριά, με ποια αισθήματα ελευθερίας θα ακουμπούσαν τα γυμνά μας πόδια στη γη, αν η καρδιά μας δεν είχε λίγο μπλε του ουρανού.

Το αμάξι κυλά γοργά. Προορισμό μας οι Φυλακές…………….. Συνάντηση για πολλοστή φορά με την τραγωδία της υπάρξεως. Με την περιπέτεια της ζωής.

Όταν πας να συναντήσεις τον πόνο των ανθρώπων στην πραγματικότητα πας να συναντήσεις τον θάνατο. Και αν όχι τον ίδιο αυτοπροσώπως σίγουρα τις παγερές και ανήλιες σκιές του. Τα ρωγμώδη θνησιγενή περάσμα του πάνω σε πράγματα και πρόσωπα. Γι αυτό και το ταξίδι όσο και να μην το αποδέχεσαι είναι μακάβριο. Το γέλιο αμήχανο και ένοχο, το βλέμμα αφηρημένο και η καρδιά σε διαρκή απολογία στα εσώτερα δικαστήρια της ψυχής.

Μετά από ένα σχετικά σύντομο ταξίδι φτάσαμε στο παρκινγκ των Φυλακών. Ακόμη και εκεί κυριαρχεί ένοχη σιωπή, φύσης και ανθρώπων. Ο ένας κοιτά τον άλλο, επισκέπτες παρκάρουν τα αυτοκίνητα τους, μα κανείς δεν έχει την διάθεση να πει μια καλημέρα. Θεωρείτε κάτι σαν ασέβεια. Σαν περιττός καθωσπρεπισμός. Ως προδοσία για όλους εκείνους, που χρόνια έχουν να πουν καλημέρα και καληνύχτα, και να ήταν μέρα να ήταν νύχτα. Η σιωπή είναι λύτρωση. Βουβή διαδήλωση για τα συρματοπλέγματα της ντροπής.

Ψηλά τείχη σκεπάζουν ανθρώπους. Συρματοπλέγματα πληγώνουν ελεύθερες συνειδήσεις όλων εκείνων που συνθηκολόγησαν στην θεσμική βία, στην αισθητική της εκδίκησης, της απόρριψης, της απομόνωσης.

Μουντά θλιμμένα χρώματα απλώνονται πάνω στα μελαγχολικά τσιμέντα, που σίγουρα έπεσαν σε περιόδους που οι έννοιες δικαιοσύνη, ανθρωπισμός, φιλαλληλία, θα ήταν πολυτέλεια να φιλοξενηθούν στο καθημερινό λεξιλόγιο. Και όμως από τότε στέκουν εκεί χωρίς κανείς να τα γκρεμίσει, να τα σπάσει, να φύγει η σαπίλα, να φέξει λίγο ανθρωπιά. Να γίνουν νέοι χώροι, νέοι όροι, νέες συνθήκες κράτησης για τους ανθρώπους που στερούνται ότι πιο αγαθό, το μόνο προσδιοριστικό της ανθρώπινης υπόστασης, την ελευθερία.

Περάσαμε την πύλη, τον έλεγχο, τις διευκρινήσεις και τα πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης «καλών» και «αγαθών» ανθρώπων, που δεν θα βλάψουν το υπάρχον σύστημα.

Αν τα τείχη, τα χρώματα και τα φθαρμένα τσιμεντομαντριά σε γεμίζουν οδύνη, είναι απερίγραπτο και άρρητο στην ανθρώπινη έκφραση, το τι νιώθεις σαν άνθρωπος όταν αντικρίσεις τα εσώτερα της κολάσεως που ονομάζονται Ελληνικά «Σωφρονιστήρια».

Ο θάνατος παντού. Στους τοίχους, στις αυλές, στα κελιά, μα πιο πολύ στα μάτια των ανθρώπων. Σε εκείνα τα μάτια που είναι γεμάτα ερωτηματικά. Σε εκείνα τα κορμιά που κυρτωμένα ψάχνουν μια αγκαλιά.

Παντού η εκδίκηση. Παντού χαρακώματα, ήχοι πολέμου ακήρυχτου μα υπαρκτού όσο κανένας άλλος. Εδώ βρωμάει αίμα, βρωμάει σάρκα ανθρώπινη, εδώ πεθαίνει η ανθρωπιά.

Είναι πραγματικά αδύνατο, ψεύτικο και κίβδηλο, να πιστέψει κανείς, ότι μέσα από αυτά τα κολαστήρια μπορεί να βγει άνθρωπος που θα επανενταχθεί σε αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε ελεύθερη κοινωνία. Είναι ανήθικο να μιλάμε για την ύπαρξη σωφρονισμού στις Ελληνικές Φυλακές και όχι για τον μέγιστο κολασμό του ανθρώπινου προσώπου. Η βία που ασκείται πάνω σε αυτούς τους συνανθρώπους μας, έμμεση και άμεση, ψυχολογική και σωματική, δεν είναι δυνατόν να μην δώσει ως αντίδωρο βία. Αυτοί οι άνθρωποι θέλοντας και μη, όταν πλέον θα αποφυλακιστούν, το πρώτο πράγμα που θα σκεφτούν να πράξουν θα είναι εκδίκηση απέναντι σε ένα σύστημα και μια κοινωνία, που ικανοποίησε τα πρωτόγονα ορμέφυτα ένστικτα της πάνω τους.

Είναι σαφές ότι σε τούτο τον τόπο κρατήσαμε τις λέξεις γυμνές. Διότι τι άλλο μπορεί να είναι όλη αυτή η πολιτισμική ένδεια, όταν νομοθετείς ως Πολιτεία έχοντας στην ιστορία της ιδιοπροσωπείας σου ένα αρχαιοελληνικό, Χριστιανικό και Ευρωπαϊκό πολιτισμό, όταν μιλάς για σωφρονισμό και παρουσιάζεις ως κύριο μέλημα σου την επανένταξη αυτών των ανθρώπων στην ελευθερία των σχέσεων και των πολιτών, και αντί τούτου διατηρείς εν πλήρη γνώση κολαστήρια και εξοντωτήρια ανθρώπινων υπάρξεων;

Στα αραχνιασμένα ηχεία ακούστηκε η φωνή του ανθρωποφύλακα για το τέλος του επισκεπτηρίου. Χαιρετίσαμε πίσω από τζάμια και κάγκελα. Κάναμε στροφή και οδεύσαμε για την πολιτεία των ελεύθερων πολιορκημένων. Για την ζωή που μας είχε ξεγελάσει όλους «λευτερους» και φυλακισμένους.



π.Λίβυος



10 Νοε 2008

Αγαπώντας τις πληγές μου α'

Δεν ήταν μια ή δυο οι φορές όπου φίλοι και γνωστοί, δάσκαλοι και καθηγητές, πνευματικοί και πολύ άλλοι καθοδηγητές, μου απάγγειλαν την κατηγορία της υπερβολικής ευαισθησίας. Μου είπαν να γίνεις σκληρός.
Σκληρός για να αντέχω τις σχέσεις των ανθρώπων. Να αντέχω απέναντι σε αυτό που μας έμαθαν να ορίζουμε ως ζωή.

Πως θα ζήσεις με αυτά τα χάλια, με ένα τόσο ευάλωτο ψυχισμό. Εύθραυστο και ανεμικό. Ανήμπορο να σταθεί και να αντισταθεί στην σκληρότητα αυτού του κόσμου .

Οι άνθρωποι βέβαια δεν είχαν κάνει κάποιο διαγνωστικό λάθος. Μιλούσαν ρεαλιστικά και θέλω να πιστεύω αρκετοί από αυτούς με ειλικρινή κίνητρα και αισθήματα φιλίας και ενδιαφέροντος.

Σε ένα πράγμα μόνο μπορώ να πω ότι έκαναν λάθος. Ότι όλη αυτή η αδυναμία μου - όπως την ονόμαζαν - ήταν η μοναδική περιουσία μου. Τα δώρα που μου χάρισε Εκείνος μέσα στην παραδοξότητα των δρόμων Του. Μέσα στην ακατανόητη για την λογική του κόσμου αγάπη Του.

Ο Κάφκα έλεγε, "Γεννήθηκα με μια βαθιά πληγή, αυτή είναι η περιουσία μου" .
Αυτο το τραύμα, αυτές οι πληγές που αιμορραγούν ακόμη και ίσως για "μια" αιωνιότητα, είναι η μοναδική μου περιουσία. Είναι το δώρο που μου έκανε η ζωή και η αιτιώδης αυτής Αρχή.

Πόνεσα, πείνασα, δίψασα, έμεινα μέρες ολάκερες και νύχτες αξημέρωτες στο κήπο της προσωπικής μου Γεσθημανής. Έκλαψα, οργίστηκα, απελπίστηκα. Διαμαρτυρήθηκα απέναντι στις συνθήκες και την ζωή που έζησα.

Άργησα.... Αλλά αισθάνθηκα. Νομίζω ότι κατάλαβα. Κατάλαβα ότι η μόνη κληρονομιά μου, η μοναδική περιουσία μου ήταν αυτές οι βαθιές πληγές. Εκείνες που μου έδωσαν την δυνατότητα να βλέπω τους ανθρώπους ως ανθρώπους, την γη μόνο σαν γη, το σώμα σαν σώμα και την ψυχή σαν ψυχή. Να λέω το ναι ναι και του ου ου. Να δακρύζω στο όμορφο, να θυμώνω απέναντι στο άδικο και να οργίζομαι στο παράλογο. Να βλέπω τα πράγματα πίσω από τα πράγματα. Το δάκρυ μέσα στην επιφάνεια της χαράς και το γέλιο μέσα στο επίπλαστο πένθος. Όλα αυτά τα χρωστάω σε εκείνες, και ας με πόνεσαν τόσο πολύ.

Τώρα τα βράδια σκύβω ως άλλος κύνας και γλείφω τις ματωμένες μου πληγές. Τις ευχαριστώ για τις μέρες που συντρόφευσαν την ύπαρξη μου. Τις ευχαριστώ που υπήρξαν και ας πόνεσα και ας συνεχίζω να πονώ πολύ, είναι όμως η μόνη μου κληρονομιά, η πατρώα γή του Είναι μου.


π.Λίβυος