10 Φεβ 2010

Ο Ταξιδευτής του Βοσπόρου...

Εχθές πήγα σε μια πολύ όμορφη εκδήλωση. Από εκείνες όπου ανέκαθεν με χαροποιούσαν. Την παρουσίαση ενός βιβλίου. Συγγραφέας ο Πασχάλης Λαμπαρδής και το βιβλίο «Ο ταξιδευτής του Βοσπόρου». Σεμνή και ουσιαστική εκδήλωση. Ταπεινή, χωρίς να επιβάλλεται.

Μια αξιόλογη μουσικός που δυστυχώς μου διαφεύγει το όνομα της, έπαιξε σε ακορντεόν και τραγούδησε ονειρικές μελωδίες και νοσταλγικούς στίχους με θεματολογία την καθ ημάς Ανατολή.

Ο συγγραφέας σεμνός και λιτός σε όλα. Ανθρώπινος και ουσιαστικός. Μίλησε για την ζωή του, για την αγάπη του στα ταξίδια και την κατ επιλογή και συνείδηση απόφαση του, να ζει τον βίο του ταξιδευτή. Μας είπε ότι ταξίδεψε σε όλα τα μέρη και τόπους που αναφέρονται μέσα στο υπέροχο μυθιστόρημα του.

Έζησε την πορεία του ήρωα του Άγγελου Κομνηνού. Είδε, άκουσε και αισθάνθηκε τα βιώματα που σου προσφέρει κάθε τόπος, κάθε γη, ουρανός και θάλασσα. Έτσι γεμάτος εμπειρίες έκανες τις λέξεις δρόμους για να ταξιδεύσουμε και εμείς. Θάλασσες για να πλεύσουμε μέσα στην ονειρική πραγματικότητα. Γή και αέρα να πατήσουμε τα βήματα μας, να ξαποστάσουμε τον λογισμό, να αναπνεύσουμε λίγη ελπίδα. Και σίγουρα φωτιά. Για πόθο και πεθυμιά να κινήσουμε την ύπαρξη μας στο πιο μεγάλο, στο πιο ουσιώδες, στο εσώτερο μυστήριο.

Άλλωστε τι άλλο είναι η ζωή από ένα ταξίδι, όπως έλεγε και ο έγκλειστος γέροντας της Θηβαΐδας όταν τον ρωτούσαν από ένα μικρό παραθυράκι που άνοιγε προς τον κόσμο μας ως μόνη επικοινωνία… Γέροντα τι κάνεις εδώ μέσα κλεισμένος; Ταξιδεύω, όλο ταξιδεύω… απαντούσε. Ταξίδι μέσα στην ύπαρξη, μέσα από την προσευχή.

Εμένα ωστόσο εκείνο που πραγματικά με άγγιξε χθες βράδυ και με ταλαιπώρησε στα όνειρα μου, ήταν η αναφορά του συγγραφέα, σε ένα σημείο στην ζωή του πρωταγωνιστή του Άγγελου Κομνηνού, που ήταν ζωγράφος, άνθρωπος της καλλιέπειας, όταν κάποια στιγμή στην πορεία του βίου του, έζησε ένα μεγάλο πόνο. Μια μεγάλη δοκιμασία. Από εκείνες που λυγάν και τους πιο δυνατούς. Έχασε την μνήμη του. Δεν θυμόταν τίποτε για την ζωή του, την προσωπική ιστορία του. Τότε λέει ο συγγραφέας, ήταν που δημιούργησε τα μεγαλύτερα έργα του. Τα σπουδαιότερα δημιουργήματα του.

Με συγκλόνισε αυτή η εικόνα, από την ζωή του Άγγελου Κομνηνού, του Ταξιδευτή του Βοσπόρου. Δίχως μνήμη….!!!! Και όμως τότε η καρδιά του, ο εσώτερος εαυτός του, απαλλαγμένος από τις προβολές της κοινωνίας, τους αυτοματισμούς σκέψης, τα περιοριστικά μοντέλα μονοδιάστατης ερμηνείας. Μακριά από όλα εκείνα που δεσμεύουν την ψυχή μας στην ψηλάφηση του Αλλιώς, του διαφορετικού, των πέρα από τα εγγεγραμμένα στους νευρώνες του εγκεφάλου μας πραγματικοτήτων. Αδέσμευτος από εκείνο που μας όρισαν, και ουσιαστικά ξαναγεννημένος μέσα στην λήθη των ονομάτων, των εικόνων, των πραγμάτων, τα ξαναορίζει. Τα ξαναβλέπει, με το όντως καθαρό εσώτερο βλέμμα. Τα ξαναγεννά στο καμβά του με νέα οπτική βλέμματος. Τα ορίζει μέσα σε νέους μύθους που δεν ακούστηκαν ποτές στην γη. Με δικαίωμα στην δική του προσωπική ονειρική πραγματικότητα. Τα ψηλαφά και πάλι από την αρχή ως βρέφος που γνωρίζει την ζωή μέσα από την έκπληξη. Και ως άλλος Αδάμ τα ονοματίζει συμβολίζοντας την δική του νέα σχέση μαζί τους.

Αυτές οι εικόνες γέμισαν την καρδιά μου και την ταξίδευαν ολάκερη την νύχτα. Πρέπει και πάλι να μάθουμε το πως εισχωρούν στο όνειρο. Γιατί τούτο πρόωρα και βίαια μας το στέρησαν υποτάσσοντας μας στην τυραννία του νου.

Δεν θέλω άλλο νου. Δεν χρειάζομαι άλλο τα δεσμά του. Μονάχα μια επιθυμία όλο και περισσότερο κυριαρχεί στην ζωή μου, να υπάρχω στην χώρα των συμβόλων, των εικόνων, του ονείρου. Πιστέψτε με είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα του είναι μας, είναι πιο αληθινός ο κόσμος τους, από τους ήχους των φόβων μας στην βεβαιότητα της απειλής όταν οι γάτες ερωτοτροπούν στην ταράτσες των σπιτιών μας και εμείς τρέχουμε να κρυφτούμε από τον σεισμό.

Για όλα τούτα ευχαριστώ τον Πασχάλη Λαμπαρδή και τον «Ταξιδευτή του Βοσπόρου».


π. Λίβυος


5 Φεβ 2010

Αναγνώσματα β΄



Του Χρήστου Γιανναρά-Πείνα και Δίψα (Απόσπασμα)


Τὸ ἀληθινὸ πάθος εἶναι ἡ μεγάλη καὶ ἀπεριόριστη δίψα τῆς ψυχῆς, ἡ τραγικὴ πάλη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ ξεπεράσει τὸ μέτριο καὶ τὸ συμβατικό.

Μοναξιὰ δὲν εἶναι ἡ ἔλλειψη τῆς συντροφιᾶς, ἀλλὰ ἡ βαθειὰ συναίσθηση μιᾶς τέλειας μοναχικότητας, ἕνα αἴσθημα ἐγκατάλειψης ἀπ᾿ ὅλους κι ἀπ᾿ ὅλα μέσα στὴ ζωή.

Ὁ χαμένος παράδεισος ζεῖ μέσα μας στὶς στιγμὲς τῆς μεγάλης χαρᾶς, στὸ πλησίασμα ἑνὸς ἀνθρώπου, μιᾶς ἀλήθειας, μιᾶς ἀγάπης ἢ μιᾶς ὀμορφιᾶς. Οἱ στιγμὲς τῆς δυνατῆς ζωῆς μᾶς πείθουν πὼς ὁ χαμένος παράδεισος δὲν ἔχει ἀνεπανόρθωτα χαθεῖ. Ἦταν τὸ ξεκίνημα τῆς ἀνθρώπινης πορείας, θὰ εἶναι καὶ τὸ τέρμα της. Ἡ νοσταλγία τοῦ ἀπολύτου ποὺ καίει μέσα μας εἶναι ἡ νοσταλγία τοῦ τέρματος.

Νομίζω πὼς ἡ πιὸ συχνὴ ἀφορμὴ κόπου εἶναι ἡ ἀντινομία ἀνάμεσα στὸν κόσμο ποὺ κρύβουμε μέσα μας καὶ στὸν κόσμο τῆς καθημερινότητας στὸν ὁποῖο εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ὑποταχτοῦμε.

Νὰ ὑπάρχεις σημαίνει νὰ ζεῖς συνειδητὰ τὴν τραγικὴ ἀντινομία τοῦ μέσα σου καὶ τοῦ γύρω σου κόσμου.

Ὁ μεγάλος σκοπὸς εἶναι πάντα μιὰ μεγάλη μοναξιά. Καὶ μιὰ μεγάλη μοναξιὰ εἶναι ἡ ὀδύνη μιᾶς ζωῆς στερημένης ἀπὸ στοργή... Ὁ μεγάλος σκοπὸς εἶναι ἕνα χρέος ποὺ θὰ τὸ σηκώσεις μονάχος.

Γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀποκαλύπτεται παρὰ μόνο ὅταν ἀπομένεις μονάχος.

Ἡ αἴσθηση τῆς προσωρινότητας καὶ ἡ ἀβεβαιότητα τοῦ σήμερα ἴσως εἶναι τὸ μαρτυρικὸ τίμημα ποὺ προσφέρουμε γιὰ νὰ μείνουμε ἀδούλωτοι ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἐφήμερης ἐπανάπαυσης, τῆς σιγουριᾶς ποὺ ἐξασφαλίζει ἡ προσκόλληση στὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου.

Ἐλεύθερος εἶσαι, ὅταν ἡ ἔκταση τοῦ μέσα σου κόσμου, ἡ ἔκταση στὴν ὁποία ζεῖ καὶ κινεῖται ἡ ψυχή σου, δὲν ἔχει σύνορα καὶ φραγμούς. Εἶσαι ἀδέσμευτος μέσα σου, ἔχεις μόνος ἐσὺ ὅλη τὴν εὐθύνη κι ὅλο τὸν ἔλεγχο τῆς ἐσωτερικῆς σου πορείας, κι ἡ πορεία σου αὐτὴ μπορεῖ σὲ κάθε στιγμὴ νὰ ζητήσει καινούργια κατεύθυνση.

Εἶναι τόσο σπάνιο ἡ ἀγάπη νὰ σέβεται τὴν ἐλευθερία. Εἶναι τόσο σπάνιο πρᾶγμα νὰ συντροφεύεται ἡ ἀγάπη ἀπ᾿ τὴν τρυφερότητα.

Εἶναι ἡ ἴδια ἡ τρυφερότητα μιὰ ἀτμόσφαιρα ἐλευθερίας. Καὶ αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ἡ τρυφερότητα δὲν ξεκινάει ἀπὸ καμιὰ σκοπιμότητα. Εἶναι ἡ ἴδια ἕνας αὐτοσκοπός, μιὰ γνησιότητα. Αὐτὸ μόνο.

Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ἀποφασίσουμε νὰ ζήσουμε μιὰ προσωπικότερη ζωή, τὴ ζωὴ μιᾶς προσωπικῆς ἀναζήτησης, ἔχουμε νὰ σηκώσουμε τὸ βαρὺ φορτίο μιᾶς εὐθύνης ἀπόλυτα προσωπικῆς, χωρὶς κανένα ξαλάφρωμα μοιρασιᾶς.

Τὸν Θεὸ θὰ τὸν βρεῖς μονάχος· ὅσα κι ἂν σοῦ ποῦν γι᾿ Αὐτόν, ὅσα κι ἂν σὲ διδάξουν δὲν μποροῦν ποτὲ νὰ στὸν ἀποκαλύψουν.

Ὁ ἔρωτας εἶναι ἀκριβῶς μιὰ ἔλλειψη, μιὰ ἀνάγκη πλήρωσης, μιὰ ὀδυνηρὴ ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ.

Ἂν σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ ὁ Θεὸς δὲν ἦταν ἕνας μεγάλος μόχθος κι ἕνας ἀτέλειωτος πόνος καὶ μιὰ ἀσίγαστη πείνα καὶ δίψα, τὸτε πάνω σὲ τούτη τὴ γῆ δὲ θὰ ὑπῆρχε τίποτα ποὺ νὰ θυμίζει οὐρανό.

Πάνω σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ ὁ Θεὸς θὰ εἶναι γιὰ μένα πάντοτε ἕνας δρόμος κι ὄχι ἕνα τέρμα, μιὰ ἀνάβαση κι ὄχι μιὰ κορφή.

Πρέπει νὰ ξαναμάθουμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ Θεό, νὰ τὸν μάθουμε πραγματικά, μὲ τὸ κορμί μας, ὅπως ἡ Ἐκκλησία τὸν μεταδίνει σὰν βρώση καὶ πόση, σὰν κατάδυση καὶ ἀνάδυση στὸ ζωντανὸ νερὸ τοῦ κόσμου, σὰ σταυροκόπημα καὶ στρωτὴ μετάνοια καὶ εὐωδιαστὸ κερὶ καὶ λιβάνι, σὰ νηστεία τροφῆς καὶ κατάλυση τροφῆς, σὰν γιορτὴ καὶ πανήγυρη συνταιριασμένη μὲ τὴν ἐποχὴ καὶ τὸν καιρό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα χειροπιαστό, προσιτὸ στὶς αἰσθήσεις. Εἶναι τὸ χτίσμα μὲ τοὺς κεκλιμένους οὐρανοὺς στοὺς θόλους καὶ τὶς καμάρες του, ποὺ σαρκώνει τὸν Ἄσαρκο καὶ χωρεῖ τὸν Ἀχώρητο. Εἶναι ὁ ζωντανὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ στοὺς κόλπους της, οἱ τελῶνες καὶ οἱ ἅγιοι, οἱ πόρνες καὶ οἱ ὅσιοι. Εἶναι ἡ ζωγραφιστή, δηλαδὴ αἰσθητὴ καὶ ἄμεση παρουσία τῶν πεθαμένων. Εἴμαστε ἐμεῖς, ἡ ζωή, ὁ κόσμος, ἰδωμένος σωστά.