29 Μαρ 2011

Άυπνες καρδιές - Η Μαρία Ιορδανίδου και το Γεροντάκι του Αγίου Όρους -


π. Λίβυος

Πάνε δυο μέρες απο εκείνο το βράδυ που ο ύπνος δεν έλεγε να συμφιλιωθεί με τα μάτια μου. Σηκώθηκα και μπήκα στην βιβλιοθήκη. Σκέφτηκα κάτι να διαβάσω, αλλά η νευρικότητα της αϋπνίας δεν με άφηνε. Έτσι άνοιξα την τηλεόραση. Είναι ίσως από τις λίγες στιγμές που το κάνω. Την βαριέμαι την τηλεόραση. Εκτός και αν έχει κάτι πολύ ενδιαφέρον, όπως εκείνο το γλυκό ξημέρωμα.

Επανάληψη μιας εκπομπής από το «Μονόγραμμα» για την Μαρία Ιορδανίδου. Πόσο πολύ την αγάπησα! Την γνώρισα παιδί μέσα από το τηλεοπτικό σίριαλ «Λωξάντρα». Την μεταφορά στο γυαλί από το ομότιτλο σπουδαίο βιβλίο της. Αυτή την μεγάλη λογοτεχνική επιτυχία. Πόσες όμορφες στιγμές περάσαμε παρέα με την "Λωξάντρα" της Ιορδανίδου. Απίστευτο έργο.

Έτσι ήταν αδύνατον να μην καθίσω να παρακολουθήσω το ντοκιμαντέρ. Μιλούσε για την ζωή και το έργο της. Ένα υπέροχο ξημέρωμα παρέα με την Ιορδανίδου. Το απόλαυσα .Το θαύμασα παρθενικά. Η Ιορδανίδου αρχόντισα μέσα στην απλότητα της, την άμεση εμπειρία της με την ζωή, τις χαρές, τις ευλογίες που έχει η ζωή και ας σκιάζεται από τόσο πόνο. Απλή αλλά σοφή. Έμπειρη στην τέχνη της ζωής. Γεμάτη δύναμη και δημιουργία.

Γνήσια Πολίτισσα. Στην Πόλη των ονείρων μας. Των μύθων και των θρύλων. Σε αυτή την απίστευτη γωνιά της γης, όπου σαν κοιμηθείς βλέπεις κατανυκτικά όνειρα. Εκεί όπου η ζωή υπήρξε εμπειρία και όχι αποστεωμένη γνώση σπουδαστηρίων. Εκεί όπου η γνώση αναζητούσε την ολοκλήρωση στην σοφία. Μια και η γνώση είναι απλά μάθηση, ενώ η σοφία εμπειρία. Στην εποχή μας, ένα έλλειμμα και μια μονομέρεια, είναι ότι ο σοφός αντικαταστάθηκε από τον γνώστη, τον εξειδικευμένο. Που χάνει όμως το όλον την ζωής και την κατακερματίζει επιζήμια για την αλήθεια της.

Πολλά λόγια της Ιορδανίδου με άγγιξαν. Με ταρακούνησαν κατάβαθα. Από αυτά διάλεξα μόλις λίγα για να το μοιραστώ μαζί σας μια και σαν ξημέρωσε ήρθαν σαν πρώτη σκέψη στο μυαλό.

Είπε η Ιορδανίδου: «Γράφω συνήθως τα βράδια και με βρίσκει το ξημέρωμα. Έχω αϋπνίες. Αλλά εγώ δεν αφήνω τις αϋπνίες να με τυραννούν, της κάνω δημιουργία. Έτσι κάθομαι και γράφω αυτές τις ώρες.»

Αυτομάτως ήρθε στο μυαλό μου, η γνωριμία μου με ένα Γεροντάκι στο Αγιον Ορος. Από εκείνα που δεν λένε λόγια, δεν σου κάνουν κανένα κήρυγμα και όμως μιλούν δυνατά στην καρδιά.

Είχε και αυτό αϋπνίες. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί εύκολα και έλεγε στο εαυτό του, ότι εφόσον δεν κοιμάσαι κάτι πρέπει να κάνεις για όλους εκείνους τους ανθρώπους που αυτές τις ώρες δουλεύουν, διασκεδάζουν, είναι σε δύσκολη κατάσταση κ.ο.κ. Έτσι τι σκέφτηκε; Είδε ότι από το παράθυρο του κελιού του, στο βάθος του σκοτεινού ορίζοντα κάθε βράδυ φαινόντουσαν αεροπλάνα. Όλο την νύχτα κάθε λίγο και λιγάκι περνούσαν αεροπλάνα, και στο σκοτεινό ορίζονται ανάμεσα στα αστέρια, αναβόσβηνα και τα δικά τους φωτάκια.

Τότε άνοιξε η καρδιά του και είπε αυτό θα κάνω. Θα προσεύχομαι όλο το βράδυ, όσο τέλος πάντων διαρκούν οι αϋπνίες μου, για αυτούς τους ανθρώπους. Για του ταξιδιώτες. Να πάνε δυνατοί και γεροί στα σπίτια τους.

Αυτό και έκανε. Όλο το βράδυ μετάνοιες και προσευχές για αυτούς τους ανθρώπους. Με τον καιρό τα γόνατα του έκαναν πέταλα σαν της καμήλας. Η καρδιά του γέμισε άνθη.

Το πρωί στην εκκλησία, κατά την διάρκεια της ακολουθίας κοιμόταν. Οι αδελφοί σκανδαλιζόταν. Πήγαιναν και τον ξυπνούσαν. Εκείνος δεν παραπονιόταν. Δεν εξηγούσε σε κανένα τίποτα. Δεχόταν τις προσβολές και τις παρατηρήσεις.

Μέχρι που το έμαθε ο Ηγούμενος και είπε στην αδελφότητα να μην τον ενοχλούν γιατί «αγάπησε πολύ».

Και η Μαρία και ο Παππούλης από το Όρος, αγάπησαν πολύ. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Το σημαντικό όμως είναι ότι και η δυο, το πόνο τους, το πρόβλημα τους, τις αϋπνίες τους, τις έκαναν δημιουργία. Δεν κλαψούρισαν, δεν μοιρολόγησαν αλλά δημιούργησαν ο καθένας με τον δικό του τρόπο, την χαρά και τον παράδεισο μέσα τους και για τους ανθρώπους. Ο ένας χάρισε τα βράδια του στην προσευχή και ο άλλος στην συγγραφή. Και οι δυο στο Θεό κρατούσαν παρέα.


6 Μαρ 2011

Λόγος για τον Καρνάβαλο - Κατηγορώ την υποκρισία



Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Κυροῦ Μελίτωνος
στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ Ἀθηνῶν,
τὴν Κυριακὴ τῆς Τυροφάγου, 8η Ἀπριλίου 1970.
Εἶναι γνωστὴ ὡς ἡ ὁμιλία γιὰ τὸν καρνάβαλο.
--------------------------------------------------------------------------------

Ἀδελφοί μου,

Τίποτε δὲν καυτηρίασε ὁ Κύριος τόσο πολύ, ὅσο τὴν ὑποκρισία.
Καὶ ὀρθῶς, εἰς αὐτὴν εἶδεν, ὅτι ὑπάρχει πάντοτε ὁ μεγαλύτερος παραπλανητικὸς κίνδυνος, δηλαδὴ τὸ ἑωσφορικὸν ἀγγελοφανὲς φῶς. Εἶναι πράγματι φοβερὴ ἡ δύναμις τῆς ὑποκρισίας. Τόσο γι᾿ αὐτὸν ποὺ τὴ ζῆ καὶ τὴν ἀσκεῖ, ὅσο καὶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ τὴν ὑφίστανται.

Καὶ εἶναι ἐπικίνδυνη ἡ ὑποκρισία, γιατί ἀνταποκρίνεται πρὸς βαθύτατον ψυχολογικὸν αἴτημα τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ φανῆ αὐτὸς ποὺ δὲν εἶναι. Ἀκόμη καὶ ἐνώπιον τοῦ ἐαυτοῦ του καὶ ἐνώπιον τοῦ θεοῦ. Καὶ ἔτσι ξεφεύγει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἁπλότητα καὶ φυσικὰ καὶ ἀπὸ τὴν μετάνοιαν καὶ τὴν σωτηρίαν.

Σὲ λίγες ὧρες ἔξω ἀπὸ αὐτὸν τὸν ναόν, ἔξω ἀπὸ τὴν γαλήνην του, εἰς τοὺς δρόμους αὐτῆς τῆς Πολιτείας, θὰ παρέλαση ὁ Καρνάβαλος. Μὴ τὸν περιφρονήσετε καὶ μὴ τὸν χλευάσετε καὶ μὴ μὲ κατακρίνετε, ποὺ τὸν ἀναφέρω αὐτὴ τὴ στιγμή. Δὲν εἶναι καθόλου ἄσχετος μὲ τὸ μέγιστο πρόβλημα τῆς ὑποκρισίας. Νὰ τὸν προσέξετε ἐφέτος τὸν Καρνάβαλο μὲ σεβασμὸ καὶ βαθὺ στοχασμό. Εἶναι πανάρχαιο τὸ φαινόμενο καὶ εἶναι φαινόμενο βαθύτατου καὶ ἀγχώδους αἰτήματος τῆς ψυχῆς τοῦ ἄνθρωπου, νὰ λυτρωθῆ ἀπὸ τὴν καθημερινή του ὑποκρισία μὲ μίαν ἔκφρασιν ἀνωνύμου, διονυσιακῆς νέας ὑποκρισίας. Εἶναι τραγικὴ μορφὴ ὁ Καρνάβαλος. Ζητεῖ νὰ λυτρωθῆ ἀπὸ τὴν ὑποκρισίαν ὑποκρινόμενος. Ζητεῖ νὰ καταλύσῃ ὅλες τὶς ποικίλες προσωπίδες, ποὺ φορεῖ κάθε μέρα μὲ μία νέα, τὴν πιὸ ἀπίθανη. Ζητεῖ νὰ ἐκκενώσῃ ὅ,τι ὑπάρχει ἀπωθημένο μέσα στὸ ὑποσυνείδητό του καὶ νὰ ἐλευθερωθῇ, ἀλλὰ ἐλευθερία δὲν ὑπάρχει, ἡ τραγωδία τοῦ Καρνάβαλου παραμένει ἄλυτη. Τὸ βαθύτατο αἴτημά του εἶναι νὰ μεταμορφωθῆ. Ἐδῶ, λοιπόν, εἶναι ἡ θέσις τῆς Ἐκκλησίας, κοντὰ στὸν Καρνάβαλο. Σ᾿ αὐτὸν ποὺ ζητεῖ μεταμόρφωση, τὸ κεντρικὸ κήρυγμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Τὴ μεταμόρφωσι. Νὰ μὴ τὸν καταδικάσουμε, λοιπόν, τὸν Καρνάβαλο, ἀλλὰ νὰ σταθοῦμε καὶ κάτω ἀπὸ τὴν προσωπίδα του νὰ ἀκούσωμε τὴν ἀγωνία του, τὴν ἔκκλησί του καὶ τὸ δάκρυ του. Ἐπαναλαμβάνω, τῆς Ὀρθοδοξίας τὸ βαθύτερο κήρυγμα ζητεῖ ὁ Καρνάβαλος, περιφερόμενος εἰς τοὺς δρόμους τῆς Πολιτείας: Τὴ μεταμόρφωσι. Καὶ εἶναι ὁ εἰλικρινέστερος καὶ ἐντιμότερος τῶν ὑποκριτῶν.

Ἴσως θὰ νομίσετε, ὅτι ἀστειεύομαι. Ἀπολύτως ὄχι. Δὲν ὑπάρχει σοβαρώτερο πρόβλημα αὕτη τὴν ὥρα διὰ τὴν Ἐκκλησίαν. Δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα ἡ Ὀρθόδοξος, ἡ δική μας Ἐκκλησία, νὰ νοηθῆ ὡς ἄσχετη πρὸς τὴ ζωή, πρὸς τοὺς καιρούς, πρὸς τὴν ἀγωνίαν αὐτῆς τῆς ὥρας, πρὸς τὰ φλέγοντα προβλήματα αὐτῆς τῆς στιγμῆς, ἁπλῶς ὡς πόλις ἐπάνω ὄρους κειμένη καὶ θεωροῦσα τὰ περὶ αὐτήν. Ὡς Ἐκκλησία εἴμεθα ἐμπεπλεγμένοι εἰς τὴν πορείαν τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, εἰς τὴν μεγάλην αὐτὴν περιπέτεια, ποὺ ὀνομάζεται Ἱστορία, ἄγουσα εἰς τὴν τελείωσιν τῶν ἐσχάτων.

Ὑποκρινόμενοι τὴν χθές, ἀπουσιάζομεν ἀπὸ τὴν σήμερον καὶ ἡ αὔριον ἔρχεται ἄνευ ἡμῶν.
Ὁμιλῶν εἰς τὴν 4ην Πανορθόδοξον Διάσκεψιν τῆς Γενεύης, εἶχον εἰπεῖ: «Ἡ χθὲς παρῆλθε πρὸ πολλοῦ, οὔτε κἂν τὴν σήμερον ζῶμεν, μᾶς προέλαβεν ἢ μεθαύριον». Τὸ ἐπαναλαμβάνω αὐτὸ σήμερον ἐντονώτερον. Διότι εἶναι ἡ πέραν τῆς αὐτάρκους ὑποκρισίας ἀλήθεια, ἡ ἁπλή, ἡ εὐκολωτέρα ἀντιμετώπισις τῶν προβλημάτων εἶναι νὰ τὰ χλευάση καὶ νὰ τὰ κατακρίνη κανεὶς καὶ νὰ ἀντιπαρέλθη, ὅπως ὁ Ἱερεὺς καὶ ὁ λευΐτης τῆς Σαμαρειτικῆς παραβολῆς. Ἀλλὰ ἡ πληγὴ εἶναι ἐδῶ καὶ κράζει.

Ποιὸς μπορεῖ ὑπευθύνως νὰ μᾶς πῆ, ὅτι εἶναι ἔξω κάθε ἱστορικῆς, ἐξελικτικῆς πραγματικότητας ὅλα αὐτὰ τὰ συνταρακτικὰ γεγονότα καὶ φαινόμενα τῆς νέας γενεᾶς τῆς ἀνθρωπότητος, ἡ ἔξαλλη μουσική, οἱ ἔξαλλοι χοροί, ἡ ἔξαλλη ἐπένδυσις, ὅλη αὐτὴ ἡ παγκόσμιος ἐπανάστασις τῆς νεολαίας;
Άν ὅλοι οἱ μικρόνοες, ὅλοι οἱ ἐθελοτυφλοῦντες, ὅλοι οἱ παρελθοντολόγοι καὶ ἐγκαυχώμενοι διὰ τὴν ἀρετὴν τῆς ἐποχῆς των συνωμοτήσουν, διὰ νὰ κατακρίνουν ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα, ἡ Ἐκκλησία ἔχει χρέος νὰ σταθῆ μὲ θεανδρικὴν κατανόησιν, ἐνανθρωπιζομένη ὅπως ὁ Κύριός της ἐν μέσω ἑνὸς νέου κόσμου, ποὺ ἔρχεται μακρόθεν, καὶ νὰ ἀκούση αὐτὴ τὴν ἀγωνιώδη κραυγήν, ποὺ ἀναπηδᾶ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ θεωρούμενα ἀπὸ μᾶς ἔξαλλα πράγματα. Κάτι ἔχει νὰ μᾶς πῆ μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ φαινόμενα αὐτὸς ὁ κόσμος, ποὺ ἔρχεται νέος εἰς τὸ προσκήνιον τῆς Ἱστορίας.

Τὰ νομιζόμενα ἔξαλλα δι᾿ ἡμᾶς τοὺς παλαιούς, ὅταν λάβωμεν ὑπ᾿ ὄψιν τὸ φοβερὸν γεγονός, ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἡ τεραστία ἀπόστασις, ποὺ ὑπάρχει στὴ διαδοχὴ τῶν γενεῶν, δηλαδὴ ἡ γενεά, ἡ ὁποία ἔρχεται ἔπειτα ἀπὸ ἐμένα ἔχει ἀπόστασιν τριῶν γενεῶν. Πῶς ἔχομεν τὴν ἀξίωσιν νὰ τὴν κατανοήσωμεν ἡμεῖς αὐτὴν τὴν νέαν γενεάν, ποὺ ἔρχεται, ἐὰν δὲν εἴμεθα Ἐκκλησία Χριστοῦ συνεχῶς ἐνανθρωπίζομενη, συνεχῶς μεταμορφουμένη καὶ συνεχῶς μεταμορφώνουσα;
...
Δὲν θὰ ἐπιζήσωμεν ὡς χριστιανικαὶ ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίαι καὶ Ὁμολογίαι τοῦ κύματος αὐτοῦ τῶν ἐπερχομένων, ἐὰν δὲν ἑνωθῶμεν ὅλοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Εἶναι πλέον ἡ ὥρα νὰ λυτρωθῶμεν ἐκ τῆς ἀντιπατερικῆς Ἰδέας, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μόνον μέχρις ἑνὸς ὁρισμένου σημείου τῆς Ἱστορίας ἦτο δυνατὸν νὰ ἑρμηνεύση τὴν θείαν Ἀποκάλυψιν. Πρέπει, ἐπὶ πλέον τοῦ πατερικοῦ πνεύματος, νὰ ἀναλάβωμεν ὡς Ἐκκλησία τὴν θείαν ὑπευθυνότητα καὶ τόλμην καὶ γενναιότητα τῶν Πατέρων καὶ νὰ θεολογήσωμεν τὸν Χριστόν, τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὴν Ἐκκλησίαν. Ὄχι μὲ νομοκρατικὴν φαρμακίδειον, φερ᾿ εἰπεῖν, σωματειακὴν ἀντίληψιν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ, ζῶντος ἐν τὴ ἀναστάσει.

Ἀδελφοί μου,

Τώρα εἰσερχόμεθα εἰς τὴν Ἁγίαν Τεσσαρακοστὴν καὶ στὸ βάθος μᾶς ἀναμένει τὸ δράμα, τὸ θαῦμα καὶ τὸ βίωμα τῆς Ἀναστάσεως, τὸ κατ᾿ ἐξοχὴν βίωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἂς πορευθῶμεν πρὸς αὐτὸ τὸ ὅραμα καὶ βίωμα, ὄχι ἀσυγχώρητοι, ὄχι μὴ συγχωρήσαντες, ὄχι ἐν νηστείᾳ ἁπλῶς κρέατος καὶ ἐλαίου, ὄχι ἐν ὑποκρισίᾳ, ἀλλὰ ἐν θείᾳ ἐλευθερίᾳ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ. Ἐν τῷ πνεύματι τῆς ἀληθείας, ἐν τῇ ἀληθείᾳ τοῦ πνεύματος.

+ Ὁ Χαλκηδόνος ΜΕΛΙΤΩΝ