Πρωτ. Χαράλαμπος Λίβυος Παπαδόπουλος
Αλήθεια, είναι τελικά η εκκλησία τόσο απρόθυμη να στηρίξει τα υγειονομικά μέτρα της πολιτείας για την πανδημία όπως την κατηγορούν; Στην εκκλησία υπάρχουν μονάχα οι φοβικές, φανατικές και δυσανεξικές στο διαφορετικό, φονταμεταλιστικές φωνές; Μήπως είναι η μειοψηφία όμως που φοβάται η πλειοψηφία του σώματος της εκκλησίας, επειδή κάνει θόρυβο και θρησκευτικά τραμπουκίζει; Γιατί η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι πιστοί, δυσκολεύτηκαν τόσο πολύ απέναντι στα επιβαλλόμενα μέτρα; Προσπάθησε κανείς να καταλάβει ή απλά αρκέστηκαν πάντες σε επιθέσεις και καταδίκες ιδεολογικών αγκυλώσεων;
Εκείνο που κανείς από τους πρόθυμους επικριτές της Εκκλησίας και των πιστών δεν προσπάθησε να κάνει, ήταν μπει για λίγο στο κόσμο τους. Να καταλάβει τι σημαίνει πίστη και αφοσίωση στον Θεό. Τι σημαίνει να είναι η ζωή σου ο Χριστός. Εαν πλησίαζαν την πίστη και το βίωμα των ανθρώπων της Εκκλησίας, θα αντιλαμβάνονταν κάποιες σημαντικές αλήθειες, οι οποίες θα βοηθούσαν σε μια δημιουργική αλληλοκατανόηση:
1. Η εκκλησία δεν είναι οι φοβικές, μίζερες, και συνωμοσιολογικές φωνές. Δεν είναι όλοι εκείνοι που καλύπτουν τις κακίες τους με «αρετές», τα πάθη τους με θρησκευτικά ιδεολογήματα και την μισαλλοδοξία τους με ιερό ζήλο. Δεν είναι αυτοί που χρησιμοποιούν την εκκλησία ως κρυψώνα της ψυχοπαθολογίας τους. Υπάρχουν, αλλά δεν τους χαρίζουμε την εκκλησία του Χριστού και των αγίων.
Οι άνθρωποι της εκκλησίας και της πίστεως ζουν και φωτίζονται από την Αγάπη του Θεού, από την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, τρέφονται και αυξάνουν πνευματικά από το σώμα και το αίμα του Χριστού, που προσφέρεται σε κάθε Θεία Λειτουργία, μετέχοντας από τώρα σε αυτό που θα συμβεί στα έσχατα. Χρέος τους να μεταφέρουν βιωματικά στην κοινωνία και την ιστορία την γεύση των εσχάτων, τις ποιότητες της Βασιλείας του Θεού. Δηλαδή την αγάπη, ενότητα, ειρήνη, συμφιλίωση, συν αντίληψη, χαρά, πίστη, ελπίδα, την νίκη κάθε μορφής θανάτου. Όλα ξεκινούν από την Θεία Λειτουργία, από την γεύση της Βασιλείας του Θεού και προεκτείνονται στην καθημερινή πάλη και ζωή.
2. Η Ορθόδοξη εκκλησία σε αντίθεση με άλλες θρησκευτικές ομάδες και κοινότητες, είναι ριζικά και δομικά μια λατρεύουσα κοινότητα. Βιώνει την παρουσία του Θεού ως μυστήριο αποκαλυπτόμενο στην καρδιά του ανθρώπου, μέσα από την λατρεία, την προσευχή και τα μυστήρια. Η εκκλησία πραγματώνεται στο ναό, τελώντας την Θεία Ευχαριστία. Αυτή είναι η ταυτότητα της. Αυτός είναι ο τρόπος που υπάρχει εδώ και χιλιάδες χρόνια. Τρόπος που δεν διεκόπη ποτέ, ακόμη και μέσα στα σκοτεινά χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τι διέσωσε την Εκκλησία και την πίστη της; Σαφέστατα όχι τα κηρύγματα ή τα κατηχητικά, αλλά η λατρεία και τέλεση της Θείας Ευχαριστίας.
Η Θεία Λειτουργία λοιπόν δεν είναι για την εκκλησία απλά μια από τις πολλές θρησκευτικές τις πράξεις. Είναι η ταυτότητα της. Το είναι της. Καμία προσευχή στο σπίτι και καμία ατομική λατρεία, δεν μπορεί να αντικαταστήσει το μέγα μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Ας μην ξεχνάμε ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν υπάρχει η έννοια της ατομικής προσευχής, μια και όταν αυτό συμβαίνει στο σπίτι μας, μέσα στην καρδιά μας, δε είναι τίποτε άλλο, παρα μια άσκηση και προετοιμασία για να συναντηθούμε με τον σώμα και την κοινότητα. Ακόμη και μόνοι μας, στο «ταμείο» μας, προσευχόμαστε ως μέλη της εκκλησίας. Κανείς δε μπορεί να σωθεί μόνος του όσο ενάρετος κι εάν είναι.
3. Είναι φοβερά δύσκολο να αποδεχθεί ένας πιστός ότι ο παντοδύναμος Θεός «δεν έχει» την δυνατότητα να τον προστατέψει από μια αρρώστια. Σαφέστατα και ο Θεός μπορεί να μας προστατέψει απ’ οτιδήποτε, όμως συγχρόνως γνωρίζουμε ότι συχνά παραχωρεί δοκιμασίες, κι από την άλλη δεν του αρέσει να εκπειράζεται η δύναμη Του. Σημαντικό όμως είναι εδώ να πούμε ότι η εκκλησία πληρώνει σε αυτή την κρίση το γεγονός, ότι ουδέποτε ασχολήθηκε σοβαρά με την θεολογική κατήχηση των μελών της. Εξαντλούσε την κατηχητική της δράση σε συναισθηματικές θρησκευτικές φιοριτούρες και ηθικιστικά «πρέπει» και «μη». Εάν οι πιστοί, είχαν διδαχθεί τι σημαίνει να είσαι κτιστός και να μετέχεις στην θνητότητα της φύσεως, δεν θα είχαν αυτή την δυσκολία κατανόησης και αποδοχής ότι στην παρούσα φάση ζωής δεν υπάρχει κάποιος χώρος που να μην εισέρχεται ο θάνατος και η φθορά. Όμως αυτή η αλήθεια δεν ακυρώνει την μεταμορφωτική δύναμη του Θεού, που δίχως να καταργεί την φύση των πραγμάτων ενεργεί μέσα αυτήν ώστε να κοινωνεί μαζί μας, να μας αγιάζει και να μας σώζει. Όμως το γεγονός ότι ο Θεός ενεργεί μέσα από την φύση δεν σημαίνει ότι την καταργεί, αλλά την μεταβάλει, την μεταπλάθει και μεταμορφώνει. Επί παραδείγματι, ο Θεός δεν καταργεί το βιολογικό γεγονός του θανάτου αλλά τον μεταμορφώνει σε Πάσχα και Ανάσταση, δεν ακυρώνει το νερό αλλά το κάνει αγιασμό, δεν καταργεί το ψωμί και το κρασί αλλά μετα την μεταβολή τους εν Πνεύματι Αγιω, κατοικεί σε αυτά όλη η Θεότητα. Δεν σταματάει την διαδικασία σήψης στα σώματα των αγίων, αλλά μυροβλύζουν, ευωδιάζουν, θαυματουργούν γίνονται ενίοτε άφθαρτα κ.ο.κ
Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς απ’ όλα τα παραπάνω, τι σημαίνει για την ταυτότητα του εκκλησιαστικού σώματος, η απαγόρευση της κοινοτικής λατρείας και Θείας Λειτουργίας. Και εδώ χρειάζεται να είμαστε περισσότερο θεολογικά ειλικρινείς. Αυτά τα ημίμετρα του τύπου να λειτουργούν οι ιερείς μόνο με τους ψάλτες και τον νεωκόρο, δίχως την παρουσία έστω και ελάχιστων πιστών, δεν στέκουν και δεν υφίστανται θεολογικά. Το ξέρουν και το γνωρίζουν άπαντες.
Γι’ αυτό και η ιεραρχία μας, μαζί με ολάκερο το σώμα της Εκκλησίας, θα πρέπει με ταπείνωση και πνεύμα διαλόγου, ως αρμόζει στο χριστιανικό ήθος, να ζητήσει την εφαρμογή δίκαιων μέτρων, όπως αυτά που ίσχυσαν προσφάτως στην Γαλλία, Βέλγιο και Γερμανία κ.α., οπού οι πιστοί μπορούν να μετέχουν στα της κοινής λατρείας, τηρώντας όλα τα απαιτούμενα υγειονομικά μέτρα που ορίζει η πολιτεία.
Και αντί να λέμε ότι δεν πειράζει που θα κάνουμε Χριστούγεννα από το σπίτι γιατί ο Θεός είναι παντού, να μιλήσουμε επιτέλους θεολογικά λέγοντας: ότι περνάμε μια μεγάλη δοκιμασία ως ανθρωπότητα, σηκώνουμε ένα τεράστιο σταυρό, ο θάνατος αφανίζει και σπέρνει απώλειες και πένθη, και δεν μπορούμε παρα να είμαστε συγκυριναίοι με οποιονδήποτε πάσχοντα. Από το να φοράμε την μάσκα μας μέχρι να εφαρμόζουμε κάθε υγειονομικό μέτρο, καθώς και να προσευχόμαστε ή να στηρίζουμε ασθενείς, είναι άρση σταυρού, δηλαδή πρόγευση αναστάσεως.
Σαφέστατα για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς η Θεία Λειτουργία και η κοινή λατρεία, είναι η ταυτότητα μας. Όμως οι πατέρες μας έχουν θεσπίσει τον θεολογικό και ποιμαντικό όρο της οικονομίας. Θα κάνουμε λοιπόν για λίγο καιρό μια πράξη οικονομίας στο όνομα του Χριστού που μας ζητάει να είμαστε πλησίον του οπουδήποτε πάσχοντος, αδύναμου και πληγωμένου αδελφού μας.
Ήρθε η ώρα και η στιγμή να φανερώσουμε τους καρπούς της μετοχής μας στην Θεία Λειτουργία, που επι τόσα χρόνια τελούσαμε και μετείχαμε. Τι μας έδωσε, τι μας δίδαξε, τι ανθρώπους μας έπλασε η Θεία Ευχαριστία και η μετάληψη του Σώματος και Αίματος του Χριστού; Ας φανερώσουμε τώρα μέσα στην κοινωνία που ζούμε και την ιστορία, το λειτουργικό μας ήθος, που δεν είναι η ατομική προσευχή των SMS αλλά η ρεαλιστική μας παρουσία δίπλα στο αδύναμο και πάσχοντα αδελφό μας.
«Τότε ο βασιλιάς (Χριστός) θα πει σ’ αυτούς που βρίσκονται στα δεξιά του: «Ελάτε εσείς που είστε ευλογημένοι από τον Πατέρα μου. Θα κληρονομήσετε τη βασιλεία που έχει ετοιμαστεί για σας από τη δημιουργία του κόσμου. Είναι δική σας, γιατί πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιω. Ήμουν ξένος και δεν είχα πού να μείνω και με περιμαζέψατε στο σπίτι σας. Ήμουν γυμνός και με ντύσατε. Ήμουν άρρωστος και με επισκεφτήκατε και με νοιαστήκατε. Βρέθηκα στη φυλακή και με επισκεφθήκατε». Οι δίκαιοι απορημένοι θα ρωτήσουν: «Κύριε, πότε σε είδαμε πεινασμένο και σε θρέψαμε ή διψασμένο και σε δροσίσαμε; Πότε σε είδαμε γυμνό και σε ντύσαμε; Πότε ήσουν ασθενής ή στη φυλακή και σε επισκεφθήκαμε ή ξένος και σε φιλοξενήσαμε;». Και ο βασιλιάς θα αποκριθεί: «Αφού αυτά τα κάνατε για έναν από τους ελάχιστους αδερφούς μου, είναι σαν να τα κάνατε σε μένα τον ίδιο. Κληρονομήστε λοιπόν τη Βασιλεία μου(Κατά Ματθαίον ,κεφ. ΚΕ’ στ. 31-46».
π. Χαράλαμπε μπερδεύτηκα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤρία κείμενα πίσω, μας λέτε πως όσοι ιεροκρυφίως και κρυπτώς μεταλαβαίνουν είναι φονταμενταλιστές και αθεολόγητοι "ελίτ".
Τώρα μας λέτε πως η λατρευτική σύναξη είναι η απόλυτη Χριστιανική ταυτότητα (άρα, συμπληρώνω εγώ, όποιος συμμετέχει σε μία λατρευτική σύναξη έστω και κρυφά, καλώς ποιεί)
τι άλλαξε στο ενδιάμεσο;;
Λατρευτική σύναξη σημαίνει συναντώμαι με τους αδελφούς της ενορίας που ανήκω "επί τω αυτώ" για να λατρεύσουμε το Θεό. Ετσι γινόμαστε μια λατρεύουσα κοινότητα. Στα πρόσωπα των αδελφών μας συναντούμαι τον Θεό και συνεχίζουμε τη λατρεία του και έξω απο το ναό: "λειτουργία μετά τη θεία λειτουργία". Δεν ψάχνουμε ναούς ξωκκλήσια μοναστήρια έξω από την ενορία μας για να λειτουργηθουμε σε τακτική βάση με πιστούς που δεν πρόκειται να συναντήσουμε μετά. Αυτα απο εκκλησσιολογικής απόψεως. Τώρα αφού η διοικούσα εκκλησία για συγκεκριμένους λόγους δεν επιτρέπει τις συνάξεις κάνουμε υπακοή, όπως ένας μοναχός δεν προτάσσει το ατομικό του θέλημα στο κοινόβιο που ασκείται αλλά κάνει υπακοή για χάρη της κοινής ζωής. Ατομική σωτηρία και ατομικές λειτουργίες είναι απαράδεκτες νομίζω εκκλησιολογικά και δογματικά.
ΔιαγραφήΑγαπητέ αδελφέ Διακονια-ρη
ΑπάντησηΔιαγραφή1) Είναι όντως όμορφο να έχεις κάποιους σταθερούς αδερφούς-συνενορίτες. Αλλά, κανένας μας δεν έχει αποκλειστικά για όλη του την ζωή αδερφούς εν Χριστώ από μία και μόνο ενορία: Μετακομίζουμε, μεγαλώνουμε, παντρευόμαστε, έχουμε μικρά παιδιά κλπ. Ο όρος ενορία άλλωστε δεν είναι εκκλησιολογικός όρος εφόσον η Εκκλησία είναι από την φύση της κάτι υπέρ-τοπικό. Με απλά λόγια, σαφώς και ο καθένας "δικαιούται" να εκκλησιάζεται σε περισσότερες των μία ενοριών με πιστούς που δεν θα συναντήσει, όπως λέτε, ξανά. Έχω την αίσθηση πως αυτό είναι προφανές και δεν έχει ουδεμία σχέση με την εκκλησιολογία- αν και όντως δεν είναι ευχάριστο. Η τελευταία αφορά την εν Χριστώ ενότητα και όχι την τοπική γειτνίαση.
2) Ακόμα και σε ξωκκλήσια "λατρεύουσα κοινότητα" έχουμε. Δεν καταλαβαίνω γιατί την θεωρείτε δευτέρας κατηγορίας ή αιρετική. Ουδείς μιλάει για ατομική σωτηρία.
3) Περί της υπακοής, που είναι και το μόνο επιχείρημα που κάπως "στέκει". Γνωρίζω καλά πως επίσκοποι αναγκάστηκαν να συμμορφωθούν δημοσίως δια τον φόβο των Ιουδαίων αλλά ιεροκρυφίως επέτρεψαν εκείνο που ονομάζετε "ατομική λειτουργία". Επίσης γνωρίζω πολλούς-πάρα πολλούς- ιερείς που περνούν μία τρομερή κρίση συνειδήσεως, αναγκαζόμενοι να ιερουργούν άνευ ποιμνίου. Όπως και να έχει η σύγκριση με τον μοναχισμό είναι κάπως άκυρη.
Μου θυμίσατε τον μακαριστό πατέρα Στρατηγόπουλο στο θεμα της ενοριας και της σημασιας της στην εκκλησιαστική ζωή. Μου κάνει μεγάλη εντύπωση από την αρχή της πανδημίας η στάση πολλων πιστών ακόμα και ανάμεσα στον κλήρο που ΠΑΡΑΒΛΕΠΟΥΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ , αρρώστια, θανατο,τεραστια ανεργια ιδιαιτερα στους νεους, οικονομική καταστροφή μικρων _μεσαιων επιχειρήσεων, ανθρωπους που δεν εχουν ουτε ενα ευρω εισοδημα λογω των μετρων και ολες τις ολέθριες επιπτωσεις της πανδημιας που εφερε και στο χείλος της αυτοκτονίας ανθρωπους. Ηταν Ο ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΕΓΩΙΣΜΟΣ. Επιχειρηματα οπως Διωκεται η Εκκλησία, οι μασκες στο ναο καταργουν το προσωπο, ο θεος προστατευει μέσα στο ναο και ολα τα γνωστα, μου εδιναν την εντύπωση οτι δεν χαραμιζουν ουτε μια σπιθαμη απο τα θελω τους.Ο κοσμος να χαλάσει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣκεφτομουνα, δεν θα πει καποιος ΣΤΑΥΡΟΝΟΜΑΙ ΚΙ ΕΓΩ ΣΑΝ ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. ;ΘΑ ΚΑΝΩ ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ ΘΑ ΕΛΠΙΖΩ ΜΕ ΠΡΟΣΕΥΧΉ
ΠΙΣΤΕΥΟΝΤΑΣ ΟΤΙ ΕΦΟΣΟΝ ΤΕΛΕΙΤΑΙ Η ΘΕΊΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ , ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙΤΑΙ ΚΑΤ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΟΛΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΣΥΜΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΙ .
Ολος αυτος ο ντορος για το οτι ΟΛΑ ΓΊΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΩΧΤΕΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ μου φαίνεται τοσο πνευματικα μυωπικη.
Επειδή το θέμα έχει πολύ «γόνιμο» έδαφος κουβέντας και πάντοτε στα πλαίσια του κόσμιου διαλόγου επιστρέψτε μου να επανέλθω εξ αφορμής κάποιου τελευταίου σχολίου περί "πνευματικής μυωπίας" κυρίως με μερικά ρητορικά ερωτήματα.
ΑπάντησηΔιαγραφή*Σαφώς και η κοινωνία δοκιμάζεται, σαφώς και επιχειρήσεις κλείνουν, κόσμος αρρωσταίνει, χάνεται.
Σε περιόδους τέτοιας κρίσης, είναι πιο σωστό να πούμε ως Εκκλησία πως : «συμπαραστεκόμενοι στον πόνο του λαού, βάζουμε λουκέτο», ή, «συμπαραστεκόμενοι στον πόνο του λαού, αφήνουμε τους ναούς ανοικτούς;»
Δεν απαντώ, το αφήνω στον καθένα να αναλογιστεί εν τέλει τι κάνει η Εκκλησία μέσα στον κόσμο, πως τον παρηγορεί, ποίος ο ρόλος της και εάν εν τέλει είναι… «εγωίστρια».
(Αντιστρέφοντας δηλαδή το διάσημο σύγγραμμα του Παπαθανασίου: άραγε «η Εκκλησία…(ξε)γίνεται όταν κλείνεται»(;))
*Με το επιχείρημα «κάνω αγάπη (ως πιστός) και μένω σπίτι-προσεύχομαι κλπ.»
προσωπικά, δέχομαι να κουβεντιάσω, αν και μόνο εάν εκείνος που το φέρει «κάνει αγάπη» σε ΚΑΘΕ του κοινωνική/εμπορική/ψυχ-αγωγική κ.α. δραστηριότητα. Αν κάνεις αγάπη μόνον στην εκκλησία και δεν έχεις ελαττώσει τα καθημερινά σου π.χ. ψώνια στο ελάχιστο των ελάχιστων άκρως απαραίτητα (ψωμί-γάλα) και δεν βγαίνεις από το σπίτι μόνον για έναν γύρο του τετραγώνου μία φορά την ημέρα για τέσσερα λεπτά, μόνος με μάσκα (και το σκυλί σου…), και όλα αυτά ΜΟΝΟΝ από αγάπη, συγνώμη κάνεις αγαπολογία δεν κάνεις αγάπη.Ας μην κοροϊδευόμαστε ο καθένας μας ας ερευνήσει τα κίνητρα του και κυρίως το πού και πότε είναι διατεθειμένος να κάνει την ..αγάπη του…
*Περί της αμέσου συγκρίσεως των ναών με τους χώρους εστίασης κλπ. Εάν οι ναοί ήταν εμπορικοί χώροι που διεκδικούσαν την επιβίωση τους κόντρα σε όλην την κοινωνία, πρώτος εγώ θα ονόμαζα τους παπάδες ανάλγητους και αναίσθητους. Εν τέλει, όμως, τι ακριβώς διεκδικείται με το αίτημα των ανοικτών ναών; Η επιβίωση του παγκαριού, ή η απρόσκοπτη μετοχή της Χάριτος των μυστηρίων;
Ευχαριστώ-συγνώμη.
Χ.Π.