17 Νοε 2009

Ενας πραγματικός χριστιανός κοιμήθηκε...


Έλειπα κάποιες μέρες από την εστία μου και δε είχα την δυνατότητα να μάθω τα τρέχοντα εκκλησιαστικά νέα. Έτσι χθες μόλις έμαθα ότι έφυγε από την παρούσα μορφή ζωής ο επίσκοπος της ορθόδοξης εκκλησίας Σερβίας και Πατριάρχης Παύλος. Ένας κατά την προσωπική και πολύ ταπεινή μου άποψη σύγχρονος άγιος της εκκλησίας μας. Και βέβαια όταν χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο δεν εννοώ ένα μυθικό ον ούτε μια ανθρώπινη ύπαρξη που σε τίποτε δεν θυμίζει την ζωή ενός ανθρώπου. Το υπογραμμίζω γιατί συνήθως στην νεότερη χρήση του όρου άγιος και αγιότητα προβάλλονται αυτοματισμοί σκέψης και αντίληψης που έχουν περισσότερο να κάνουν με ταξίδια επιστημονικής φαντασίας και υπερκόσμιας ουτοπίας παρά με την αλήθεια ενός αγίου ανθρώπου. Δηλαδή στους περισσότερους ανθρώπους το άκουσμα της λέξης άγιος δημιουργεί την φαντασίωση του εξωπραγματικού, του πέραν από τον άνθρωπο και τα ανθρώπινα και πολύ λιγότερο την ανθρωπινότητα, την ψηλαφητή αγάπη και ταπείνωση ενός αγίου ή αγίας.

Τέλος πάντων δε είναι του παρόντος για να μιλήσουμε για την αγιότητα και την παραχάραξη της από τους σύγχρονους ηθικιστές και νομικιστές χριστιανούς που δεν μπορούν να καταλάβουν τον λόγο του Αγίου Ισαάκ Σύρου όταν λέει ότι «είναι καλύτερα να βρεις την ταπείνωση από το να ανασταίνεις ανθρώπους» ή τον λόγο του Αγίου Ιωάννου του Σιναίτου που μας λέει « μην ψάχνατε προγνώστες του μέλλοντος ή θαυματοποιούς αλλά ανθρώπους που να έχουν αγάπη και ταπείνωση». Ας είναι όμως. Ας το αφήσουμε για κάποια άλλη φορά αυτό το θέμα.



Ο Πατριάρχης Σερβίας λοιπόν Παύλος εκοιμήθει. Έφυγε από την παρούσα μορφογενετική πραγματικότητα για τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού. Έφυγε με πολύ πίστη, μεγάλη αγάπη και ιδιαίτερη ταπείνωση για την θέση που η εκκλησία του είχε εμπιστευθεί. Καθότι στις μέρες μας δεν υπάρχουν πολύ τέτοιοι επίσκοποι και κατά την κοσμική έννοια Πατριάρχες όπως ο μακαριστός Παύλος.

Ο επίσκοπος της εκκλησίας του Χριστού Παύλος και Πατριάρχης της Σερβικής εκκλησίας, δεν άσκησε -ως συνήθως γίνεται από τις θέσεις αυτές- εξουσία. Δεν άφησε τον εαυτό του να γοητευθεί από την δαιμονική γοητεία της εξουσίας. Δεν υπηρέτησε την διπλωματία. Ούτε ιερή ούτε ανίερη. Δεν έκανε μικροπολιτική και μακροπολιτική. Ήταν Χριστιανός. Ακέραιος. Αυθεντικός. Μαρτυρικώς μαρτυρών την πίστη του στο Χριστό.



Αγωνίστηκε κόντρα σε όλες τις αντιεκκλησιαστικές, αντιχριστιανικές κοσμικές απόψεις και αντιλήψεις ότι η διοίκηση της εκκλησίας δεν ασκείται με προσευχή και νηστεία, με αρετή και πνευματικότητα, αλλά με δημόσιες σχέσεις, με διπλωματία και πολιτική. Καθώς δε και με την νεοεκφρασθείσα αλλά καθόλου άγνωστη από το εκκλησιαστικό παρελθόν άποψη ότι η αποστολή του επισκόπου δεν είναι η τέλεση της Θείας Ευχαριστίας και η εν Χριστώ διακονία, αλλά η διοικητική γραφειοκρατική συνδιαλλαγή με το κράτος και τις εξουσίες του κόσμου τούτου, κάτι σαν εκκλησιαστικός νομάρχης.

Ο Πατριάρχης Παύλος εκλέχτηκε με κλήρο κατά την Σερβική παράδοση. Δεν πήρε μέρος σε συντεχνίες και εκλογικά μαγειρέματα. Άφησε τον Θεό να μιλήσει μέσα από καθαρές διαδικασίες.

Όταν κηρύχτηκε από τον υπεραντλαντικό σουλτάνο(Η.Π.Α) ο πόλεμος ενάντια στην Σερβία δεν υπεράσπισε τον λαό του μόνο με παρουσία, φιλανθρωπική διακονία κ.α τα οποία επιτυχώς πολλές φορές διεκπεραιώνουν και μη θρησκευτικές ομάδες εθελοντών ακτιβιστών και οργανισμών. Αλλά ως αληθινός χριστιανός επίσκοπος μπόλιασε την φιλανθρωπία με την προσευχή και νηστεία. Δεν έφαγε λάδι όσες μέρες κράτησε ο πόλεμος πενθών για τον σφαγιασθέντα λαό του και τελούσε την Θεία Λειτουργία καθημερινά όπου και εάν βρισκόταν.
Έτσι η πνευματική αγωνία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την κοινωνική παρουσία του, αφού μετα τις προσευχές και τις Λειτουργίες έφευγε στους δρόμους, τις πόλεις, τις χώρες, για να βρεί οικονομικές προσφορές για τον δοκιμαζόμενο λαό του, έλεγε χαρακτηριστικά:

«Εάν ηδυνάμην να προφθάσω, μάρτυς μου ο αναστάς Θεός, θα εστεκόμην ενώπιον των ναών, των νοσοκομείων και ενώπιον των πολυτελών χώρων δια τας δεξιώσεις και τας επιδείξεις μόδας, και προσωπικώς θα εζήτουν ελεημοσύνη δια τα δοκιμαζόμενα αδέλφια και παιδιά μας. Ο κάθε εξ ημών θα έπρεπε, με ενεργόν τρόπον, να εντροπιάση όλας εκείνας τας επιδεικτικάς πλεονεξίας, αι οποίαι υπάρχουν εις τόσους δημοσίους χώρους, και όχι μόνον απλώς να σκανδαλιζόμεθα και να απελπιζώμεθα, επειδή η αναισχυντία κυριάρχησε γύρω μας»

Εγώ αυτά κατάλαβα από αυτή την ασκητική χριστιανική παρουσία ενός αγίου ανθρώπου. Και σε καμία περίπτωση δεν πιστεύω οτι δεν έκανε λάθη ή δεν πήρε μέρος κάτω απο ιστορικές και συναισθηματικές πιέσεις σε κάποιες όχι και τόσο ξεκάθαρες αποφάσεις για τις οποίες άλλωστε του ασκήθηκε κριτική και θα μιλήσει η ιστορία. Εκείνο όμως που δεν μπορεί να κάνει η ιστορία -και εδώ ειναι και η μεγάλη της αδυναμία - είναι να δει το βάθος και την ουσία μιας ανθρώπινης καρδιάς. Γιατί η ιστορία καταγράφει γεγονότα. Η ανθρώπινη καρδιά όμως είναι ένα μέγα μυστήριο που κανείς ποτέ δεν θα μπορέσει να καταγράψει και να αναλύσει. Θα μιλήσουν όμως καλύτερα και πληρέστερα όλοι αυτοί που τον έζησαν από κοντά, ως μια αυθεντική μαρτυρία χριστιανικού ήθους.

Την ευχή του ας έχουμε.


π.Λίβυος



12 Νοε 2009

Μια αγωνίστρια δίχως ταμπέλες.


Βλέπω και ξαναβλέπω την συνέντευξη της Κωνσταντίνας Κούνεβα στο Θεοδωράκη. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξαφνιάζομαι. Ότι δεν απορώ. Δεν ξέρω αλλά κάπως ήξερα, με κάποιο τρόπο γνώριζα ότι αυτή ήταν η Κούνεβα. Την περίμενα έτσι όπως φανερώθηκε. Δυναμική, πειθαρχημένη, ασκητική, συμπονετική, γεμάτη έλεος και ελπίδα, ιδιαιτέρως ταπεινή και αυθεντική.
Η γυναίκα που τα έβαλα με τα ισχυρά συμφέροντα της μαύρης εργασίας, με το σύγχρονο δουλεμπόριο. Δουλεμπόριο βέβαια που γίνεται με τις ευλογίες του κράτους, αφού όλοι γνώριζαν, αλλά κανείς δεν μιλούσε, αντιθέτως επέτρεπαν.
Η Κωσταντίνα έστησε στο τοίχο όλους εκείνους που περίμεναν την συνέντευξης της για να αυτοδικαιωθούν. Για να νοιώσουν ότι καλά πατούν. Όλες οι ιδεολογίες περίμεναν να πάρουν τα εύσημα του δημιουργήματος τους αλλά όλες έφυγαν με άδεια χέρια, ντροπιασμένες και συγκλονισμένες από το γεγονός ότι υπάρχουν πλέον άνθρωποι που όπου ακούν μία αλήθεια τους μυρίζει ανθρώπινο κρέας, τους μυρίζει αίμα.
Η Κούνεβα απέδειξε ότι ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη κανένα μαντρί. Ότι μπορεί και λεύτερος δίχως κηδεμόνες και πάτρωνες να χτίσει την δική του κοινωνία. Απέδειξε ότι, χωρίς να παύει να είναι γυναίκα, μητέρα με όλη της σημασίας της λέξης, νοικοκυρά χωρίς να ντρέπεται, συγχρόνως μπορεί να είναι μια ρωμαλέα επαναστατική φύση έτοιμη να θυσιαστεί για το δίκιο, το δικαίωμα και τις ανάγκες των συνανθρώπων της.
Η αυτοπειθαρχία της σε σώμα και σκέψη, σε λέξεις και έννοιες είναι φοβερή. Δεν θέλει να εκμεταλλευτεί κανένα άνθρωπο, κανένα πρόσωπο, κανένα ιδεολογικό χώρο. Ούτε καν τα συναισθήματα του τηλεθεατή. Είναι αυτή που είναι. Έχει προσωπικά όρια που ελέγχονται από εσωτερικές αρετές και αξίες βαθειά χαραγμένες στο προσωπικό χάρτη της ζωής της.
Δεν το παίζει. Δεν έχει καμία ανάγκη να κρεμάσει κανένα όνομα και καμία ταμπέλα στην προσωπικότητα της που ηχηρά διατρανώνει ότι είναι ελεύθερη από όλα αυτά που κατακερματίζουν τους ανθρώπους και την κοινωνία. Δεν έχει ανάγκη από κανένα ιδεολόγημα για να είναι άνθρωπος, για να υπηρετεί τον άνθρωπο και τις αξίες του ανθρωπισμού.
Πολλοί θα ήθελαν να δηλώσει αριστερή, σοσιαλίστρια, κεντρώα ίσως χριστιανή. Αλλά δε το κάνει. Δεν έχει ανάγκη να εκμεταλλευτεί κανένα και κυρίως τον ίδιο τον εαυτό της, την προσωπικότητας της, την προσωπική ιστορία και οδύνης της.
Πόσο εύκολο αλήθεια θα ήταν να βάλει μια ταμπέλα και να κερδίσει προσωπικά οφέλη. Δε το κάνει. Γίνετε ηρωίδα και σύμβολο του ανθρώπου που δεν ανήκει κάπου, που δεν πουλάει την ελευθερία της ψυχής και του σώματος του σε κανένα, παρά μονάχα στην ζωή και την ίδια την αξία της ύπαρξης.
Πολιτικοί τυμβωρύχοι προσπάθησαν να την πλησιάσουν και να αδράξουν της δημοσιότητας της, να κερδίσουν πολιτικά επικοινωνιακά οφέλη από μία αγωνίστρια της ζωής και των ανθρώπινων αξιών, και εκείνη τους πέταξε στην κυριολεξία όλους έξω, αρνούμενοι τα κοσμικά και πολιτικά τους θέλγητρα, που δεν ήταν και αμελητέα.
Η άρνηση της όμως ήταν μια συνειδητή επιλογή. Δεν ήταν στενοκεφαλιά ή καπρίτσιο, αλλά στάση ζωής, ενός ανθρώπου που δεν έμαθε να αγωνίζεται για κόμματα, ιδεολογίες και άλλα ασθενήματα του πολιτισμού μας, αλλά για την ίδια την αυτοαξία της ζωής και του ανθρώπου.
Η Κωνσταντίνα δε πάλεψε για να υπηρετήσει το κόμμα της, την ιδεολογία της. Αγωνίστηκε με ακριβό αντίτιμο για τους ανθρώπους που ήταν γύρω της. Για την υπόληψη και αξιοπρέπεια της, για το παιδί και την μάνα της, για τις άλλες γυναίκες που βάναυσα και καταχρηστικά έπεφταν θύματα της μαύρης εργασίας και του σύγχρονου μισθωτού δουλεμπορίου από τις εταιρίες εργασίας. Αλλά αγωνιζόμενη για τον μικρόκοσμο της αγωνιζόταν για όλο τον κόσμο. Άλλωστε εκείνος που σώζει ένα άνθρωπο σώζει όλη την ανθρωπότητα.

π. Λίβυος