Το κείμενο αυτό από την καρδιά μου στα παιδιά του Πορτατίφ http://toportatif.blogspot.com/
Και να που τα ταξίδια
μείναν μόνο όνειρα
Και να που οι φωνές
και τα τραγούδια σώπασαν
Αυτό το τραγούδι ξυπνάει μέσα μου μνήμες λαβωμένες. Ήταν καλοκαίρι. Θα ήμουν στην Γ’ Γυμνασίου όταν κάποιοι φίλοι μου είπαν να πάμε μια βόλτα σε κοντινή παραλία όπου θα έπαιζε μουσική ένα συγκρότημα και θα είχε πάρα πολύ κόσμο.
Δεν αρνήθηκα άλλωστε δύσκολα με φυλάκιζες στο σπίτι τα βράδια του καλοκαιριού. Σαφέστατα ήταν που ήθελα να ξεφύγω από εικόνες και ήχους. Από την μοναξιά που κουβαλούσα μέσα μου με το καλημέρα στην ζωή.
Έτσι το απογευματάκι ήρθαν τα παιδιά και όλοι μαζί κατηφορίσαμε στην παραλία. Εγώ την εποχή εκείνη άκουγα Ροκ μουσική και μάλιστα ότι πιο σκληρό υπήρχε. Σνόμπαρα καθετί διαφορετικό, από ντύσιμο, μουσική και κυρίως ιδεολογία. Καθότι όλη η παρέα μου, είχαμε μια ιδεολογική βάση, που ήταν έντονα αντιεξουσιαστική. Ντύσιμο, οργάνωση ζωής, άρνηση χρημάτων, δεν θέλαμε να έχουμε λεφτά και αν τυχών κάποιος από την παρέα είχε τα μοιραζόμαστε όλοι μαζί. Έτσι δεν πηγαίναμε σε μαγαζιά όπως τα άλλα παιδιά της ηλικίας μας, πέρα από κάτι κακιάς ώρας καφενεία που ήταν φτηνά και κυρίως λαϊκά.
Χα χα χα, τι θυμήθηκα τώρα. Μια μέρα γνωρίσαμε στους δρόμους μια οικογένεια που εθελούσια ζούσε την ιδεολογική πτωχεία κόντρα στην αστικοποιημένη ζωή. Δηλαδή όπου γης και πατρίς ή αν προτιμάτε τα λόγια του Χριστού μας, «οι αλεπούδες έχουν κρυψώνες και τα πουλιά του ουρανού έχουν φωλιές, μα ο Γιος του Aνθρώπου δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του…». Ήταν ένα ζευγάρι από την Αθήνα και είχαν και ένα υπέροχο μωρό, την Χρυσαυγή έτσι την είχαν ονομάσει. Σαφέστατα δεν είχαν λεφτά. Θυμάμαι λοιπόν τότε όλη η παρέα να παίρνει τους δρόμους για να βρει λεφτά. Για τα είδη πρώτης ανάγκης. Κυρίως γάλα. Βγήκαμε λοιπόν στους δρόμους της πόλης και ζητιανεύαμε για να αγοράσουμε τα απαραίτητα σε αυτό το μωρό.
Που είναι αυτά τα χρόνια της αλληλεγγύης; Αλήθεια δεν τα ξανασυνάντησα.
Τέλος πάντων πολλά κάναμε τότε, που είχαν Χριστό, χωρίς εμείς να το γνωρίζουμε. Ας είναι. Τα αφήνουμε αυτά για άλλη φορά. Ας έρθουμε ξανά σε εκείνη την Κρητική παραλία που γινόταν η συναυλία.
Φτάσαμε και μπήκαμε μέσα στο κόσμο. Μάλιστα προχωρήσαμε τόσο που θυμάμαι ότι φτάσαμε πίσω από την εξέδρα που έπαιζαν οι μουσικοί. Δεν μας ενδιέφερε- για τους παραπάνω λόγους -το συγκρότημα ούτε οι μουσικοί που έπαιζαν. Πιο πολύ για χαβαλέ πήγαμε. Έτσι τουλάχιστο νομίζαμε. Από περιέργεια ρώτησα κάποιον από τους εκεί παρευρισκόμενους.
-Δε μου λες βρε φίλε, πως το λένε το γκρούπ που παίζει;
-«Λαθρεπιβάτες», μου απαντάει. Λέω μάλιστα, δεν είναι για μένα. Αρα συνεχίζω την αδιαφορία. Και με την σκέψη αυτή σαχλαμαρίζαμε με τα άλλα παιδιά της παρέας. Ώσπου κάποια στιγμή νιώθω να με διαπερνάει ένα ρίγος, και μια μουσική αρμονία, που είχε πόνο, νοσταλγία πολύ όνειρο, ακούμπησε την εφηβική καρδιά μου. Λέω μέσα μου. Ωπα, τι είναι αυτό που ακούγεται. Από πού έρχεται. Χωρίς να το αντιληφθώ σιγά σιγά είχα απομακρυνθεί από την παρέα και γενικότερα από τον χώρο και χρόνο και είχα χαθεί μέσα στην μουσική και στους στίχους αυτού του τραγουδιού,
Δεν αρνήθηκα άλλωστε δύσκολα με φυλάκιζες στο σπίτι τα βράδια του καλοκαιριού. Σαφέστατα ήταν που ήθελα να ξεφύγω από εικόνες και ήχους. Από την μοναξιά που κουβαλούσα μέσα μου με το καλημέρα στην ζωή.
Έτσι το απογευματάκι ήρθαν τα παιδιά και όλοι μαζί κατηφορίσαμε στην παραλία. Εγώ την εποχή εκείνη άκουγα Ροκ μουσική και μάλιστα ότι πιο σκληρό υπήρχε. Σνόμπαρα καθετί διαφορετικό, από ντύσιμο, μουσική και κυρίως ιδεολογία. Καθότι όλη η παρέα μου, είχαμε μια ιδεολογική βάση, που ήταν έντονα αντιεξουσιαστική. Ντύσιμο, οργάνωση ζωής, άρνηση χρημάτων, δεν θέλαμε να έχουμε λεφτά και αν τυχών κάποιος από την παρέα είχε τα μοιραζόμαστε όλοι μαζί. Έτσι δεν πηγαίναμε σε μαγαζιά όπως τα άλλα παιδιά της ηλικίας μας, πέρα από κάτι κακιάς ώρας καφενεία που ήταν φτηνά και κυρίως λαϊκά.
Χα χα χα, τι θυμήθηκα τώρα. Μια μέρα γνωρίσαμε στους δρόμους μια οικογένεια που εθελούσια ζούσε την ιδεολογική πτωχεία κόντρα στην αστικοποιημένη ζωή. Δηλαδή όπου γης και πατρίς ή αν προτιμάτε τα λόγια του Χριστού μας, «οι αλεπούδες έχουν κρυψώνες και τα πουλιά του ουρανού έχουν φωλιές, μα ο Γιος του Aνθρώπου δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του…». Ήταν ένα ζευγάρι από την Αθήνα και είχαν και ένα υπέροχο μωρό, την Χρυσαυγή έτσι την είχαν ονομάσει. Σαφέστατα δεν είχαν λεφτά. Θυμάμαι λοιπόν τότε όλη η παρέα να παίρνει τους δρόμους για να βρει λεφτά. Για τα είδη πρώτης ανάγκης. Κυρίως γάλα. Βγήκαμε λοιπόν στους δρόμους της πόλης και ζητιανεύαμε για να αγοράσουμε τα απαραίτητα σε αυτό το μωρό.
Που είναι αυτά τα χρόνια της αλληλεγγύης; Αλήθεια δεν τα ξανασυνάντησα.
Τέλος πάντων πολλά κάναμε τότε, που είχαν Χριστό, χωρίς εμείς να το γνωρίζουμε. Ας είναι. Τα αφήνουμε αυτά για άλλη φορά. Ας έρθουμε ξανά σε εκείνη την Κρητική παραλία που γινόταν η συναυλία.
Φτάσαμε και μπήκαμε μέσα στο κόσμο. Μάλιστα προχωρήσαμε τόσο που θυμάμαι ότι φτάσαμε πίσω από την εξέδρα που έπαιζαν οι μουσικοί. Δεν μας ενδιέφερε- για τους παραπάνω λόγους -το συγκρότημα ούτε οι μουσικοί που έπαιζαν. Πιο πολύ για χαβαλέ πήγαμε. Έτσι τουλάχιστο νομίζαμε. Από περιέργεια ρώτησα κάποιον από τους εκεί παρευρισκόμενους.
-Δε μου λες βρε φίλε, πως το λένε το γκρούπ που παίζει;
-«Λαθρεπιβάτες», μου απαντάει. Λέω μάλιστα, δεν είναι για μένα. Αρα συνεχίζω την αδιαφορία. Και με την σκέψη αυτή σαχλαμαρίζαμε με τα άλλα παιδιά της παρέας. Ώσπου κάποια στιγμή νιώθω να με διαπερνάει ένα ρίγος, και μια μουσική αρμονία, που είχε πόνο, νοσταλγία πολύ όνειρο, ακούμπησε την εφηβική καρδιά μου. Λέω μέσα μου. Ωπα, τι είναι αυτό που ακούγεται. Από πού έρχεται. Χωρίς να το αντιληφθώ σιγά σιγά είχα απομακρυνθεί από την παρέα και γενικότερα από τον χώρο και χρόνο και είχα χαθεί μέσα στην μουσική και στους στίχους αυτού του τραγουδιού,
Και να που τα ταξίδια
μείναν μόνο όνειρα
Και να που οι φωνές
και τα τραγούδια σώπασαν
Και να που η ζωή
τώρα κυλάει πιο γρήγορα
Και να που τα παιδιά
και τα παιχνίδια χάθηκαν
Δε φταίω εγώ που μεγαλώνω
Χτυπάει πισώπλατα ο χρόνος
Δε φταίω εγώ που μεγαλώνω
Φταίει η ζωή που είναι μικρή..
μείναν μόνο όνειρα
Και να που οι φωνές
και τα τραγούδια σώπασαν
Και να που η ζωή
τώρα κυλάει πιο γρήγορα
Και να που τα παιδιά
και τα παιχνίδια χάθηκαν
Δε φταίω εγώ που μεγαλώνω
Χτυπάει πισώπλατα ο χρόνος
Δε φταίω εγώ που μεγαλώνω
Φταίει η ζωή που είναι μικρή..
Χωρίς να πω τίποτε σε κανένα από την παρέα, έφυγα και περπάτησα πάνω στην άμμο πολλά χιλιόμετρα με μοναδική παρέα, το ήχο, τον στίχο, το φεγγάρι και τα άστρα του καλοκαιριού. Που και που ένιωθα και το νερό της θάλασσας να με ακουμπάει στα ακροδάχτυλα, θυμίζοντας μου ότι η αλμύρα δεν υπήρχε μονάχα στα μάτια μου. Από τότε μέχρι σήμερα αυτό το τραγούδι με συντροφεύει όταν οι μέρες είναι ανήλιες. Όταν η μοναξιά μεγαλώνει. Όταν νιώθω ότι η ζωή είναι μικρή.
π. Λίβυος
3 σχόλια:
αυτός είναι ο τρόπος, ακριβώς.
μια ξαφνική απομάκρυνση από τη παρέα, ένας ξαφνικός εσωτερικός κραδασμός καθώς βλέπεις τον εαυτό σου να περπατάει σε μια κίτρινη έρημο. Αλήθεια πως βρέθηκες εκεί δίπλα σε τόσο κόσμο; κι όλα αυτά για ένα τραγούδι ..ύστερα μεγάλωσες απότομα μικρέ.
χάρηκα την αφιέρωση.
υγ: σου προτείνω και μια κινηματογραφική ταινία συνοδευτική της ανάρτησης, τους ΑΠΟΝΤΕΣ του νίκου γραμματικου. Θα σου άρεσε νομίζω. μπορείς να τη δεις κι εδώ: http://www.youtube.com/view_play_list?p=014BFFFFBDA58FBD&search_query=%CE%91%CE%A0%CE%9F%CE%9D%CE%A4%CE%95%CE%A3
πρτφ
Τα χρόνια της εβηφείας είναι τα πιο ευαισθητα, όσο κι αν δε θελουμε εκεινη τη στιγμή να παραδεχτούμε...
Γνωρίσαμε λοιπόν και τον έφηβο π. Λίβυο! :)
Καλό βράδυ!
όμορφες στιγμές γεμάτες συναίσθημα και αλήθεια...
όποιος δεν έχει να ανακαλέσει κάτι παρόμοιο από τη μνήμη του, τόσο έντονο και ανατρεπτικό, μάλλον δεν έζησε ποτέ...
την καλησπέρα και την αγάπη μου αδελφέ.
Δημοσίευση σχολίου