Αυτές τις μέρες δεν γράφω. Δε προλαβαίνω. Μονάχα σήμερα μετά από τόσες μέρες ένοιωσα ότι μπορώ να κάτσω μπροστά στο pc και να συνάξω λίγο την σκέψη μου, να πληκτρολογήσω τα συναισθήματα μου, δίχως να με συλλέξει σύντομα και αιφνίδια ο Μορφέας. Τα μάτια μου κλείνουν σύντομα και το κορμί μου κουρασμένο εγκαταλείπει την σκιαγράφηση των λογισμών και των προβληματισμών μου, για να κατακλύσει επί την κλίνη του ύπνου και της ξεκούρασης.
Με αυτή την ράθυμη και οκνηρή ματιά που έχει επιφέρει στην ύπαρξη μου, τόσο η κούραση όλων αυτών των ημερών όσο και η διατροφική αλλαγή, κάθισα να γράψω μερικές σκέψεις γύρω από ένα φαινόμενο, που κάθε χρόνο όλο και μεγεθύνεται. Σαρκώνεται και παίρνει μορφή σε χρόνο και χώρο ως νέα συνήθεια και παρουσία στην ζωή των ανθρώπων.
Όταν ήμουν μικρό παιδί ακόμη, ερχόμασταν από το Ηράκλειο στο χωριό της μητέρας μου, για να εορτάσουμε με τον παππού και την γιαγιά το Πάσχα.
Ο παππούς όλο καμάρι με έπαιρνε από το χέρι και με πήγαινε πάνω κάτω στην αγορά του χωριού. Στα καλντερίμια και στις γειτονιές που μύριζαν γιασεμί και βασιλικό, ανθρώπινες μουρμούρες, και πολλές μα πάρα πολλές μυρουδιές από τις κουζίνες των νοικοκυράδων. Όμορφα χρόνια. Γεμάτα θαλπωρή για την τυραννισμένη μου ψυχή.
Ο παππούς, μου έκανε όλα αυτά τα δρομολόγια για δυο λόγους. Ο ένας γιατί χαιρόταν την βόλτα με τον εγγονό του. Και ο άλλος για να με παρουσιάσει στους συγχωριανούς, να δείξει τις σελίδες της προσωπικής του αθανασίας μέσα στο χώρο και τον χρόνο.
- Χριστός Ανέστη Μιχάλη,
- Αθηλώς Ανέστη ο Κύριος…. Μανώλη... Ιντα κάνεις, ίντα γίνεται.;
- Δόξα τω Θεώ όλα καλά, εσείς? Μα ετούτονα το κοπέλι ποιανού είναι; Χαρώ το ωραίο κοπελάκι....
- Της θυγατέρας μου είναι από το Ηράκλειο της Αλεξάνδρας, έλεγε ο παππούς και φούσκωνε η ψυχή του ικανοποίηση.
Το έβλεπα στα μάτια του, το ένιωθα στα χέρια του που με κρατούσαν με περίσσια στοργή.
Εκείνο όμως που μου έκανε εντύπωση πέρα από την χαρά του παππού σε εκείνες τις βόλτες στην αγορά και στα στενοσόκακα του χωριού, ήταν εκείνη η δυναμική χαρούμενη ιαχή από τα χείλη των ανθρώπων και την καρδιά αρκετών. Χριστός Ανέστη!!! Αληθώς Ανέστη ο Κύριος!!!
Σαν παιδί της πόλης μου φαινόταν πολύ παράξενο, αλλά βαθιά μέσα μου άρεσε. Μου έδινε την αίσθηση μιας διάχυτης χαράς. Ενός πανηγυριού που δεν έλεγε να σταματήσει. Που δεν το χόρταινε η ανθρώπινη λαλιά, τα νοήματα και τα ρήματα, μα κυρίως η καρδιά. Η εσώτερη πληροφορία.
Λαχτάρα και πεθυμιά φανέρωνε στα πρόσωπα εκείνων που δεν υπάρχουν πια. Μια Κρήτη που σιγά σιγά αργοπεθαίνει χάνεται μαζί με όλη την ομορφιά της .
Ο παππούς μου, με συμβούλευε ζηλωτικά, σαν μ’ έστελνε να πάρω πράμα ψιλικά από την αγορά.
- Γιάε, όποιον και να συναντήσεις στο δρόμο, δεν θα του λες Καλημέρα και Καλησπέρα σας, ούτε γεια σας και Χρόνια Πολλά. Μονάχα Χριστός Ανέστη θα λες!!!!!! Και άμα προλάβει και στο πει πιο μπροστά ο άλλος, θα απαντάς Αληθώς Ανέστη!!!! Πρόσεχε γιατί επαε τα παρατηρούνε!!!!!! Ε και πόσο καιρό θα κρατήσει αυτό, ρώταγα; Για 40 μέρες. Αααα μάλιστα. Εντάξει … έλεγα και έφευγα βολίδα για την αγορά με τα πολλά καφενεία, και τα πολύχρωμα μαγαζάκια. Τους παράξενους αλλά συμπαθητικούς εμπόρους τους.
Έτσι και έκανα μαζί με τα σάλτα και τις άλλες κουζουλάδες που κάνει κάθε μικρό κοπέλι στους δρόμους, σαν το στείλουν για δουλειές οι πιο μεγάλοι.
Σήμερα μετά σχεδόν από 24 χρόνια, όλα είναι τελείως διαφορετικά!!!!!
Καταρχήν δεν είμαι πια κοπέλι, τουλάχιστον στην ηλικία, γιατί στην κουζουλάδα μπορεί και να είμαι. Δεν μένω πλέον στην πόλη αλλά στο χωριό του παππού. Είμαι παπάς σε αυτό το χωριό που έκανα τις διακοπές μου, και έπαιζα στα σοκάκια του. Βλέπω και μιλάω με ανθρώπους στους δρόμους που μπάζωσαν τα καλντερίμια και τα ποταμάκια, αλλά ελάχιστοι έως κανείς δεν λέει το Χριστός Ανέστη!!!! Όλοι λένε Χρόνια Πολλά!!! Και το πανηγύρι τελειώνει με το πρώτο φιλί το βράδυ της Ανάστασης στην αυλή της εκκλησίας. Όχι ως βίωμα, αλλά ως συνήθεια και κοινωνική σύμβαση.
Τώρα γιατί και πως, έγιναν αυτές οι αλλαγές, θέλει πολύ κουβέντα. Την οποία μπορώ να κάνω αλλά δεν θέλω γιατί θα πρέπει να μπω πάλι στα κλιπάκια της σκέψης, των διανοημάτων, των αναλύσεων, και των επιλύσεων.
Τελείως εμπειρικά μιλώντας, ούτε καν θεολογικά, μια και η θεολογική ανάλυση και οργάνωση, η μεθοδολογία και η επιστημολογία της με κουράζει για να μην μπω ότι με αδειάζει, εκείνο που μπορώ να καταθέσω χωρίς να διεκδικώ την αντικειμενικότητα της αλήθειας ή την απολυτότητα της ερμηνείας επάνω στην εμπειρία, είναι ότι προτιμώ, ένα κόσμο, μια κοινωνία που επί 40 μέρες χαίρεται, πανηγυρίζει, γιορτάζει και χρησιμοποιεί μια βαθύτατη υπαρξιακή ομολογία και αναζήτηση ως χαιρετισμό "Χριστός Ανέστη" από την κοινωνία του αστικοποιημένου χριστιανισμού, του ευρωπαϊκού και ξενόφερτου ραγιαδισμού, του φτωχού συγγενή και της χαμένης ιδιοπροσωπείας, μοναδικότητας και ετερότητας.
Προτιμώ μια κοινωνία που στο χαιρετισμό της κρύβει ελπίδα, αισιοδοξία, προσδοκία, αναμονή και προοπτική, από τον σημερινό μηδενισμό της ολικής κατάρρευσης. Ένα χαιρετισμό που ακροβατεί υπαρξιακά μεταξύ ζωής και θανάτου. Που μιλάει την γλώσσα τους Αλλιώς, του επέκεινα. Δεν αναζητώ μια εορταστική ευγένεια. Ένα κοινωνικό καθωσπρεπισμό δίχως υπαρξιακό προσδιορισμό, αλλά μονάχα ευγένεια και κοινωνικό ψέμα.
Αναπολώ την κοινωνία των εορτών, του πανηγυριού, από εκείνη της καθημερινής δουλειάς- δουλείας, στο χρόνο, το χρήμα, στα αφεντικά του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού και «ανάπτυξης» . Που καθημερινά κλέβουν αργίες και εορτές από την ανθρώπινη ζωή και βίο, για να δώσουν "ανάπτυξη" και τεχνοκρατική δομή στην κοινωνία της χρηστικότητας και της ανθρώπινης κυριαρχίας επί των πραγμάτων, της κτίσης και της φύσης. Ένα σύστημα που δομήθηκε και συνεχίζει να επιζεί στην «αιμοβόρα» απορρόφηση των προσώπων, των πολιτισμών, της ιστορίας και γενικά της ανθρώπινης ψυχής και ζωής.
Η αναζήτηση της "ουτοπίας", της εναλλακτικής κοινωνικής δομής είναι δικαίωμα κάθε ελεύθερου ανθρώπου που έχει αποτινάξει δεσμά και συρματοπλέγματα από το νου και την σκέψη του. Ακόμη και εκείνα - τα χειρότερα- της «αντικειμενικότητας» , της «προόδου» και του «εκσυγχρονισμού» .
π.Λίβυος