29 Ιουν 2009

Λόγος Περί Εξουσίας β'

Στο προηγούμενο κείμενο, που αναρτήσαμε Λόγος Περί Εξουσίας α’ παρουσιάσαμε με σύντομο τρόπο αλλά πιστεύουμε σαφή, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ψυχολογικού βίου των ανθρώπων που αρέσκονται να βρίσκονται στην εξουσία και που αξεπέραστα παθολογικά και ναρκισσιστικά ποθούν, διεκδικούν και εμμένουν στις καρέκλες και τους τίτλους των εκατοντάδων θεσμικών μορφών εξουσίας.

Σήμερα θα επιχειρήσουμε κάτι πολύ πιο δύσκολο. Να πλησιάσουμε και να ζουμάρουμε πάνω στην ψυχοσύνθεση όλων εκείνων που θα λέγαμε κατ επάγγελμα αυτοχρείονται επαναστάτες και αντιεξουσιαστές κρύβοντας βαθιά μέσα στην ύπαρξη τους την μορφή του χειρότερου εξουσιαστή και τυράννου και μάλιστα σε χείριστο βαθμό και έκφραση.

Γιατί ο εξουσιαστής, ο ολιγαρχικός και φασίστας δεν κρύβεται σε κόμματα και συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους, αλλά μέσα στην ψυχή και την ύπαρξη του ανθρώπου. Στο Μάη του 68΄ έλεγαν, ας σκοτώσουμε τον «μπάτσο» που όλοι κρύβουμε μέσα μας. Τον δικαστή, τον κριτή, τον εξουσιαστή, που αναδεικνύεται καθημερινά σε όλο το φάσμα των προσωπικών και διαπροσωπικών μας σχέσεων.

Ένα παλιό αναρχικό σύνθημα έλεγε, « Κάτω το Κράτος, Κάτω η Εξουσία, Κάτω Πατήσια….».

Με αυτό το μοναδικό σαρκαστικό και αυτογνωσιακό τρόπο οι αναρχικοί προσπαθούσαν να κριτικάρουν την τάση αρκετών ατόμων που κινούνταν στον αριστερό και αναρχικό χώρο και απέδιδα στους εαυτούς τους - αλαζονικά - τον τίτλο του υπερεπαναστάτη. Προσπαθούσαν να στείλουν το μήνυμα ότι η επανάσταση δεν είναι μια ψυχολογική εμμονή, ένας ψυχαναγκασμός, ένα ρόλος που παίζουμε για να σκοτώσουμε την ανία και την ραστώνη της ψυχής και της ζωής μας.

Δεν είναι μια ψυχολογική ασπίδα απέναντι στην μειονεκτικότητα που ωθεί δεσμευτικά το άτομο να υποδύεται τον ρόλο του σούπερ ήρωα ώστε να λάμψει μπροστά στον εσωτερικό καθρέπτη του και να δοξαστεί μέσα στην φαντασίωση των ονείρων του στα βουνά της Βολιβίας, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο την χαμηλή αυτοεικόνα του.

Ο πραγματικός αντιεξουσιαστής δεν δρα κλονοποιημένα και μονοδιάστατα. Μέσα από σεχταρισμένες μορφές σκέψης και αντίληψης. Δεν ακολουθεί μια πρακτική που ξεκινάει και τελειώνει στο εξωγενές υποκείμενο. Στον άλλο και το άλλο. Στο έξω από εμένα. Στο κακό που δεν φωλιάζει μέσα μου, αλλά υπάρχει μονάχα έξω από εμένα στο «απρόσωπο κράτος», στους «άυλους θεσμούς», στους κακούς απέναντι μου. Σε μια ευθύνη που δεν πηγάζει σε πρωταρχικό επίπεδο από εμένα και έπειτα μεταλαμπαδεύεται στην κοινωνία, το κράτος, το θεσμό, την δομή, την μορφή.

Ο όντως αντιεξουσιαστής αντιλαμβάνεται πρωτίστως την επανάσταση ως μια διαδικασία που ξεκινάει από μέσα του. Εναντίον των παθών του, που έχουν μετατραπεί σε εγωπαθείς θεσμοποιημένες αλυσίδες στην σκλαβιά του βαθύτερου κελιού που είναι η καρδιά.

Η πρώτη επανάσταση λαμβάνει χώρα απέναντι στο προσωπικό μύθο μας, που πρέπει να ξεπεραστεί μέσα από μορφές πάλης και αγώνος, ασκητικού αλτρουισμού και ατομικής υπέρβασης στα βάθη του προσωπικού μας Άδη.

Ο Νικόλας Άσιμος έλεγε σε ένα από τα πολλά τραγούδια του «θελήσαμε να αλλάξουμε το κράτος αλλά κρατήσαμε τους ίδιους εαυτούς μέσα στο βρώμικο και γλοιώδες περιτύλιγμα τους» .

Ο αντιεξουσιαστής δεν είναι εκείνος που κυνηγάει μάγισσες, η Δονκιχωτικά φαντάσματα. Δεν είναι ένας ουτοπικός ψυχαναγκαστικός που δε βλέπει τίποτε άλλο από εξουσιαστές και Κράτος. Δεν είναι εκείνος που όταν η πορεία τελειώσει και οι Αστυνομικοί αποσυρθούν στα σπίτια τους, μελαγχολεί. Ούτε αυτός που στην κατάλυση του κράτους θα πέσει σε βαθιά μελαγχολία και υπαρξιακή κρίση νοήματος, μη έχοντας τι και ποιον να πολεμήσει ή να κυνηγήσει. Δεν είναι κατ επάγγελμα, συνήθεια ή το χειρότερο εξ ανάγκης εσωτερικών παρορμήσεων και ανίας, επαναστάτης. Δε ζει με το μύθο των βαρβάρων που όταν λείψουν δεν θα ξέρει τι θα γίνει με τον εαυτό του όπως έλεγε και ο Αλεξανδρινός ποιητής.

Ο αντιεξουσιαστής, είναι εκείνος που αρνείται την θεσμική ιεράρχηση της εξουσίας και την επιβολή του συστήματος πάνω στην ελευθερία των ανθρώπινων προσώπων, κρίνεται όχι στους δρόμους- σαφέστατα και εκεί- αλλά κυρίαρχα στις διαπροσωπικές σχέσεις του. Είναι ευαίσθητος σαν ποιητής και δυναμικός ως ο προφήτης. Δεν ζει για τον ευατό του αλλά για τους άλλους και μέσα από τους άλλους. Κρίνεται πρώτα στην καθημερινή παρουσία και μαρτυρία του βίου του μέσα στην κοινότητα και κοινωνία. Στην αλληλεγγύη, αδελφικότητα, συντροφικότητα, στο μοίρασμα της ζωής του με τα άλλα μέλη της κοινότητας.

Εκεί θα διαφανεί η ποιότητα του εσωτερικού του κόσμου. Η δυνατότητα του να παραιτείται από τις ατομικές εμμονές και προλήψεις ένεκεν του κοινού σκοπού. Να ΄΄υποτάσει΄΄ το εγώ στο εμείς. Να εξασκεί την ατομικότητα στην συλλογικότητα του βίου και να θέτει την ατομική κρίση στην συλλογική αντίληψη και θέαση. Εκεί θα μάθει ότι το όλο είναι σύνθεση, εναρμόνιση, ενότητα και σώμα που χρειάζεται όλα τα μέλη του.

Είναι ακριβώς το σημείο εκείνο όπου η εξουσία γίνεται διακονία. Η απολυτότητα διαλλαγή, η άρνηση, κατανόηση και θέση δίπλα στο αδύναμο στο εμπερίστατο σε εκείνο που το σύστημα έχει αποτάξει και περιθωριοποιήσει στα αζήτητα της κοινωνίας, της ζωής της ίδιας.

Δεν μπορεί να είναι απόλυτος και δογματικός. Δεν μπορεί να είναι βίαιος διότι η βία είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της εξουσίας. Είναι το όπλο της, ο διάλογος της, ο αξιακώς κώδικας της. Ένα κακό ποτέ δεν νικιέται με ένα άλλο κακό. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Δε σώζουν οι καλές προθέσεις που αφήνουν πίσω τους συντρίμμια, χάος, αίμα και βία.

Δεν μπορούμε να φτιάξουμε ένα καλύτερο κόσμο πάνω στο αίμα και την εξουσία της βιαιότητας επειδή και μόνο, η βία αυτή είναι λαϊκή ή ενδύεται καλύτερη θεωρητική ιδεολογία. Δεν υπάρχουν καλές και κακές φυλακές. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί κρατούμενοι. Δεν θέλουμε να αδειάσουν οι φυλακές για να ξαναγεμίσουν από τους αντιπάλους μας, του εχθρούς μας, του συστημικούς και εξουσιαστές.

Δεν υπάρχει καλή κρεμάλα και αίμα που τρέχει δίχως δάκρυ και πόνο, ακόμη και για τον μεγαλύτερο φασίστα. Το αίμα είναι αίμα και η βία βία. Ο πόλεμος είναι φρίκη ακόμη και εάν γίνεται για τα αγαθότερα ιδανικά. Όταν βάψεις τα χέρια σου με αίμα δεν μπορείς να είσαι ήρωας, είσαι φονιάς. Έχεις μπει στο αέναο κύκλο του κακού. Ο Χριστός λέει στους μαθητές του, ότι όλοι σας λένε ότι εκείνος που θα σκοτώσει είναι μονάχα φονιάς, αλλά εγώ σας λέω, ότι ακόμη και εκείνος που πληγώνει με τα λόγια έναν άνθρωπο, φόνο έχει κάνει.

Για μένα λοιπόν αντιεξουσιαστής, είναι μια ποιοτική διαφορετικότητα. Μια παρουσία που διακρίνει τις ποιότητες αυτής της ζωής και του κόσμου, της κοινωνίας που θέλουμε να δημιουργήσουμε και να φτιάξουμε. Ας προσέξουμε λοιπόν να μην πέσουμε στην παγίδα που αιώνες τώρα φωνάζει η διορατική φωνή του αντιεξουστιαστή Αγίου Ιωάννη της Κλίμακος από την έρημο του Σινά, «ας προσέξουμε να μην ντύσουμε τις κακίες με αρετές» .


παπα- Λίβυος




8 Ιουν 2009

Άθως ο Εμός α'

(Φώτο. Γέρων Τιμόθεος)

*Ευχαριστούμε τον Τhiv για την συγγραφή και παραχώρηση του κειμένου στο blog μας.

Φέτος συμπληρώνονται 30 χρόνια από την κοίμηση του γέρο Ενώχ και 20 από αυτήν του γέρο Τιμόθεου, δυο αφανών και περιφρονημένων στη διάρκεια της ζωής τους αγιορειτών, που όμως με τη ζωή, τη σιωπή και τα λίγα λόγια τους βοήθησαν πολλούς και τώρα βοηθούν περισσότερους με τις προς Θεόν μεσιτείες και προσευχές τους. Οι γραμμές που ακολουθούν ας είναι ένα μικρό μνημόσυνο ευγνωμοσύνης.

Ο γέρο Ενώχ ήταν ρουμάνος. Ζούσε στις Καρυές, σε δωμάτιο που του παραχωρούσαν άλλοι μοναχοί στα κελλιά τους. Έφτιαχνε σκούπες από αγριόχορτα (μια απ' αυτές εκτέθηκε το 1997 στη Θεσσαλονίκη, στην έκθεση των αγιορειτικών κειμηλίων). Τις έδινε σε κάποια μοναστήρια, με αντάλλαγμα λίγα τρόφιμα. Αυτά δεν τα ήθελε για τον εαυτό του αλλά για κάποιους ασκητές που ζούσαν στο δάσος, απομονωμένοι κι άγνωστοι στους πολλούς.
Ήταν ρακένδυτος, γεμάτος ψύλλους. Δεχόταν με ευγνωμοσύνη ό,τι του έλεγαν ή του εδιναν. Όταν ένας ηγούμενος τού είπε ότι οι μοναχοί της μονής τον αγαπούν, απάντησε: «Δε βαριέσαι. Ο μοναχός είναι σαν τον σκύλο. Είτε του δώσεις ένα κομμάτι ψωμί, είτε μια κλωτσιά, το ίδιο καλό του κάνεις».
Δεν έλεγε πολλά, αλλά στα λίγα λόγια του διέκρινες τη σοφία του Θεού. Όπως κι άλλοι ρουμάνοι μοναχοί που είχαν «κανόνα», αντί για την «ευχή», να απαγγέλλουν σιγοψιθυρίζοντας όλο το Ψαλτήρι καθημερινά -κάποιοι το είχαν αποστηθίσει- συνήθιζε να το διαβάζει στη σλαβονική μετάφραση, που επικρατούσε στη Ρουμανία μέχρι τον 19ο αιώνα. Όταν τον ρώτησε ο ίδιος ηγούμενος: «Γιατί, στα σλαβονικά, κι όχι στα ρουμανικά; Κι αυτό μετάφραση είναι. Στα σλαβονικά μεταφράστηκε από τα ελληνικά κι εκεί από το εβραϊκό πρωτότυπο», απάντησε: «Μπρε, αυτός που το μετέφρασε στα σλαβονικά ήταν άγιος. Ο ρουμάνος μεταφραστής ήταν άγιος;» Με το Άγιο Πνεύμα που είχε μέσα του, ήταν σε θέση να διακρίνει την πνευματικότητα των μεταφραστών, αν αποδίδουν σωστά τον ένθεο λόγο, αν καταστρέφουν ή όχι τα κεκρυμμένα για τους πολλούς νοήματα. (Μια άλλη οπτική στο πρόβλημα της «λειτουργικής μεταρρύθμισης».)
Το 1979 άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του και να πέφτει κάτω στις Καρυές. Ο τότε -λόγιος και διάσημος- πρωτεπιστάτης αποφάσισε να τον στείλει εκτός Αγίου Όρους, σε γηροκομείο, για να μη σκανδαλίζει τους προσκυνητές, να διασφαλιστεί η «ευπρέπεια». Τον περιμάζεψαν στη μονή Σταυρονικήτα, όπου και εκοιμήθη μετά από λίγους μήνες. Με τους περισσότερους μοναχούς της μονής να τον περιστοιχίζουν, ξεψύχησε ήρεμα, σαν να κοιμόταν, με το πρόσωπό του να λάμπει και να μεταγγίζει στους γύρω την ακτινοβολία της Χάριτος.

(Φώτο. Γέρων Τιμόθεος)

Ο γέρο Τιμόθεος ήταν από την Προύσα. Μιλούσε με έντονη μικρασιάτικη προφορά. Κυκλοφορούσε ρακένδυτος, μ' ένα χοντρό παλτό και με τα λίγα μαλλιά του κουρεμένα πολύ κοντά. Έζησε σε διάφορες καλύβες της Καψάλας. Όταν μια καλύβα γκρεμιζόταν, αφού δεν τις συντηρούσε, πήγαινε σε άλλη. Όταν τον ρωτούσαν πώς περνά, απαντούσε: «Εφόσον έχω φαγητό και τζάκι, είμαι πασάς. Φαΐ ζωή, νηστεία θάνατος». Ήθελε να δίνει την εντύπωση του αμελούς και υλόφρονος.

Κατηγορούσε τον εαυτό του συνέχεια, με μεγάλη ευρηματικότητα σε επίθετα. Συνήθως έλεγε ανοησίες. Όμως, κάποιες φορές, όταν ένιωθε ότι το απαιτούσε η περίσταση, απαντούσε καίρια, σε προβλήματα μοναχών και δοκίμων, χωρίς να του τα πουν και που πολλές φορές δεν τα είχαν εκμυστηρετεί σε κανέναν. Ή κριτίκαρε επιγραμματικά και πολύ εύστοχα, μπροστά στον ηγούμενο και παρουσία τους, τους μοναχούς που γνώριζε ότι θα δέχονταν την κριτική του. Γι' αυτούς που ένιωθε ότι θα πληγώσει, σιωπούσε, λέγοντας στον ηγούμενο «εσύ ξέρεις». Ή προέλεγε, με τρόπο λίγο παιγνιώδη, τους πειρασμούς που θα συναντούσαν χρόνια μετά.
Οι απαντήσεις του δεν ήταν ανάλογες μ' όσα του έλεγες αλλά μ' αυτό που διέκρινε μέσα σου. Πολλές φορές αποκαλούσε τον εαυτό του χαζό. Ένας ευαίσθητος μοναχός του είπε: «Είμαι χαζός.» Για να μην τον πληγώσει, του απάντησε: «Δεν είσαι χαζός. Καλός είσαι». Τότε πήγαν κι άλλοι μοναχοί και του είπαν το ίδιο. Στον έναν απάντησε: «Χαζός είσαι και φαίνεσαι». Στον άλλο: «Αυτά που δεν πιστεύεις, να μην τα λες», κοκ.
Ένας μοναχός εξομολογήθηκε:
«Όταν ήμουν δόκιμος, πήγαινα με τα πόδια στις Καρυές, για να ταξιδέψω προς την πατρίδα μου, με αφορμή ένα μικροπρόβλημα της υγείας μου. Ο γέρο Τιμόθεος με συνάντησε στον δρόμο, με ρώτησε πού πάω και, μετά την απάντησή μου, μου λέει: «Πόσον καιρό έχεις στο Όρος;» «Εννιά μήνες». «Ε, λοιπόν, θα χάσεις εννιά μήνες». Όταν, μετά από μια βδομάδα, επέστρεψα στο Άγιο Όρος, η καρδιά μου ήταν στεγνή όπως πριν από εννιά μήνες.
Άρχισε να έρχεται πιο συχνά στο μοναστήρι όταν είχα έναν περίπου χρόνο μοναχός. Σχεδόν αμέσως μου κριτίκαρε δυο από τους παλαιότερους πατέρες, αυτούς με τους οποίους είχα τις στενότερες σχέσεις, χωρίς να του αναφέρω τίποτα, μνημονεύοντας μάλιστα και την καταγωγή της μητέρας του ενός -ζήτημα αν είχε ανταλλάξει δυο κουβέντες μαζί του. Για τον έναν, οι κρίσεις του ήταν τελείως αρνητικές. Για τον άλλο, και θετικές και αρνητικές. Απόρησα, διότι μέχρι τότε τα έβλεπα όλα καλά σ' αυτούς. Όταν, τα επόμενα χρόνια, αντιμετώπισα πολλές δυσκολίες και πειρασμούς απ' αυτούς, θυμήθηκα τον γέρο Τιμόθεο.
Κάποτε ήμουν επι της υποδοχής των προσκυνητών. Ήλθε ένας εύελπις, που είχε περάσει από τον γέρο Παΐσιο και δεν «αναπαύθηκε» με τις συμβουλές του. Με ρώτησε αν υπάρχει κάποιος έμπειρος γέροντας, να τον συμβουλευτεί. Τον έστειλα στον π. Τιμόθεο, δαγκώθηκα όμως μέσα μου, γιατί ήξερα ότι δεν ήθελε να τον διαφημίζουμε. Ο εύελπις ούτε απ' αυτόν ικανοποιήθηκε. Μετά από λίγο έρχεται ο γέρο Τιμόθεος και με ρωτά: «Τι μέρα είναι;» «Πέμπτη.» «Πέμπτη! Κι εγώ νόμιζα πως είναι Δευτέρα. Τίποτα δεν ξέρω. Ούτε τι μέρα είναι.» Το θεώρησα διακριτική και έμμεση μομφή για μένα και δεν του έστειλα κανένα στο εξής».
Ο γέρο Τιμόθεος κοιμήθηκε στη μονή Σταυρονικήτα το 1989, όπου έζησε τα τριάμιση τελευταία χρόνια της ζωής του.


2 Ιουν 2009

Λόγος Περί Εξουσίας α’

Στα Αδέλφια του Πορφατίφ, Giantakos, exnegativo, Virus for Media, Ακελδάμα, στις μάχες που δίνουν καθημερινά ενάντια σε όλες τις μορφές εξουσίας. Για τον αγώνα της Λευτεριάς.



Για την εξουσία διψάει ο μη μεταμορφωμένος και άγευστος της Χάρις Του Θεού. Της Χάρις που ελευθερώνει από είδωλα και γκρεμίζει την αυτοκρατορία της αυτού μεγαλειότητας, του Εγώ μας.

Για εξουσία διψάει εκείνος που αισθάνεται αδύναμος. Εκείνος που δεν τα έχει βρει με τον εαυτό του. Που δεν έκανε αγάπη και συμφιλίωση με τον μέσα κόσμο της καρδιάς του.

Για εξουσία διψάει ο δειλός, εκείνος που φοβάται την αποκάλυψη της υπαρξιακής γύμνιας και ψευτιάς του. Που ανησυχεί, αγχώνεται και απειλήται απο τις ενοχές του, ότι μια μέρα θα αποκαλυφθεί το ψέμα που κουβαλάει πίσω από τους επίσημους τίτλους τους.

Για εξουσία διψάει εκείνος που ποτέ δεν αγαπήθηκε ή απορρίφθηκε και τώρα φορώντας την μάσκα του τιμωρού εκδικείται από θέση ισχύος στα πρόσωπα των υφισταμένων του, της οικογένειας του, του κοινωνικού περίγυρου του σύμπασα την κοινωνία, τους ανθρώπους γενικότερα.

Την εξουσία διψάει ο δειλός, ο φοβικός, εκείνος που επιθυμεί να κρυφτεί από την ζωή και την περιπέτεια της. Που προσπαθεί να θωρακιστεί μέσα απο κοσμικά αξιώματα και τίτλους εξουσίας. Να λάβει δύναμη από το είδωλο του ράσου ή της στολής, της θέσης, της αρχηγίας, της καρέκλας, του νόμου που θα καλύπτει την ανεπάρκεια του να ζήσει, τον φόβο να τολμήσει, να αντέξει την ελευθερία.

Ο νόμος είναι το κέλυφος της ανασφάλειας του. Ο ναός που λατρεύει την φοβισμένη ύπαρξη του. Το όχημα μέσα από το οποίο ασκεί έλεγχο και εξουσία. Το «αγαθό» μέσα στο οποίο ντύνει την κακία του. Το μίσος για τους ανθρώπους. Την ζήλια για την ελευθερία. Το φθόνο για την ευτυχία. Την ενοχή για την χαρά.

Διψάει να εξουσιάσει ώστε να νοιώσει ότι υπάρχει, ότι αξίζει, ότι έχει υπόσταση. Πίσω από τους νόμους και την εξουσία κρύβεται μια κόλαση υποκρισίας, διχασμού, σχιζοείδειας, κατακερματισμού, πολυπροσωπίας, γύμνιας και ένδειας υπαρξιακής. Ενός υπαρξιακού φαντομά που έχει χίλια πρόσωπα και μυριάδες προσωπεία.

Η εξουσία λειτουργεί ως αντίδοτο στην χαμένη αγάπη, στον ανεκπλήρωτο έρωτα, στην λανθάνουσα η ανέκφραστη σεξουαλικότητα, στην μειονεκτικότητα, στην άρνηση της εσωτερικής πραγματικότητας, στην αδυναμία της αλήθειας, στην αγάπη που δεν έφτασε ποτέ, στην αγκαλιά που δεν άνοιξε, στο φιλί που δεν δόθηκε, στο έπαινο και την επιβράβευση που ποτέ δεν ακούστηκε, στην προσευχή που δεν ψελλίστηκε, στην μετάνοια που ποτέ δεν ξεκίνησε.

Όταν όλα αυτά δεν υπήρξαν και δεν υπάρχουν η εξουσία γίνεται αυτοσκοπός, ηδονή αλλά και οδύνη συνάμα. Ηδονή γιατί μονάχα μέσα από αυτή και την εξάσκηση της νιώθεις ότι υπάρχεις και ζεις. Οδύνη και πόνος, διότι στο βάθος βάθος της αλήθειας σου, ξέρεις ότι αυτή δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από την αλλοτριωμένη, παραχαραγμένη και διαστροφική φύση σου, το ψέμα που το έκανες στέμμα.


παπα-Λίβυος